Η Αίγινα είναι ένα νησί που η ιστορία του χάνεται στα βάθη των χιλιετιών. Ο λόφος της Παλιαχώρας κοντά από το Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου κατοικήθηκε από πολύ παλιά. Εκεί τοποθετείται από τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους η αρχαία Οίη ή Οία, όπου λατρεύονταν τα ξόανα της Αυξησίας και της Δαμίας (που ταυτίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη) και έχουν βρεθεί πολλά αρχαία μέλη όπως κίονες και κιονόκρανα διαφόρων ρυθμών. Υπάρχει επίσης πλήθος παλαιοχριστιανικών αρχιτεκτονικών μελών, αφού ο Χριστιανισμός αντικατέστησε την αρχαία θρησκεία, που χρονολογούνται γύρω στον 5ο – 6ο μ.Χ..
Οι κάτοικοι του νησιού υπέφεραν για αιώνες από τις άγριες και αιφνιδιαστικές επιδρομές των πειρατών που λυμαίνονταν το Αιγαίο και τις ακτές της Αττικής. Έτσι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αρχαία πόλη και τις παραθαλάσσιες περιοχές κατά τον 9ο και κυρίως τον 10ο αι. και να επιλέξουν να εγκατασταθούν στο συγκεκριμένο φυσικά οχυρό λόφο, ιδρύοντας σ’ αυτόν τη νέα πρωτεύουσα που πήρε την αρχαία ονομασία Αίγι(ε)να (από τη μητέρα του Αιακού). Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το σημείο πρέπει να θεωρήθηκε κατάλληλο ήταν επειδή σε κοντινή απόσταση ανάβλυζε η γάργαρη πηγή του Κουρέντη, ενώ για την εξασφάλιση ακόμη μεγαλύτερης ποσότητας νερού ανοίχτηκαν πηγάδια και δημιουργήθηκαν δεξαμενές.
Έχτισαν τα σπίτια τους σφηνώνοντάς τα στο βουνό και χρησιμοποιώντας το υπάρχον αρχαίο οικοδομικό υλικό και αιγινήτικο πωρόλιθο με αρμούς από λάσπη και άχυρο. Η διαρκής απειλή που ερχόταν από τη θάλασσα τους οδήγησε στην επιλογή να μην τα ασβεστώσουν, έτσι ώστε να έχουν ένα φυσικό καμουφλάζ αφού είχαν όμοιο χρώμα με τα βράχια. Επίσης άνοιξαν δρόμους και έχτισαν εκκλησίες. Ακόμη για την προστασία τους οχύρωσαν το ψηλότερο σημείο της μικρής τους πολιτείας με κάστρο. Παρά τα μέτρα που πάρθηκαν όμως οι κουρσάροι δε σταμάτησαν το δολοφονικό και καταστροφικό τους έργο.
Οι Αιγινήτες καλλιέργησαν τότε τη γη παράγοντας σταφύλια, κρασί, λάδι αλλά και σιτάρι, ενώ εξέτρεφαν κάποια ζώα για να καλύπτουν ίδιες ανάγκες. Τα γεωργικά προϊόντα που δεν κατανάλωναν τα μετέφεραν, πλέοντας σε επικίνδυνα νερά λόγω της πειρατείας και των διαθέσεων της θάλασσας, με τα μικρά τους ιστιοφόρα σε διαφορές περιοχές και τα πουλούσαν.
Από τον 9ο ως το 12ο αι. έχουμε λίγα στοιχεία για τη ζωή στο νησί. Είναι γνωστό όμως ότι, εξαιτίας αυτών των επιδρομών, πολλοί Αιγινήτες θανατώθηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν ή θέλησαν να μείνουν με τους πειρατές και πολλοί απ’ αυτούς να γίνουν και οι ίδιοι πειρατές. Από τις επιστολές του μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Αίγινα είχε μετατραπεί πια σε νησί – λημέρι των ληστών της θάλασσας.
Μετά απ’ όλα αυτά δεν είναι παράδοξο που οι Αιγινήτες ανέπτυξαν ιδιαίτερα το θρησκευτικό τους συναίσθημα ζητώντας στήριξη και προστασία από την υπέρτατη δύναμη. «Σκόρπισαν» λοιπόν παντού εκκλησάκια τόσο στην Παλιαχώρα όσο και σε όλο το νησί που τα διακόσμησαν με κατανυκτικές πολύχρωμες νωπογραφίες και κτητορικές επιγραφές. Από τις επιγραφές και τα χαράγματα μαθαίνουμε επίσης για τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν. Γύρω απ’ αυτά οργανώθηκε όλη τους η κοινωνική ζωή. Έτσι διατήρησαν τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειές τους και παράλληλα τη συνοχή τους.
Από την Πλάστα, τη μικρή πλατεία – αγορά (forum) μπροστά από την Παναγία τη Φορίτισσα ή Άγιο Γιώργιο τον Καθολικό άρχιζε ο περίφημος Χορός της Λαμπρής για να ολοκληρωθεί στον προαύλιο χώρο του ναού του Τιμίου Σταυρού, ενώ κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη το έθιμο του Λειδινού έδινε μια ιδιαίτερη νότα στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Στον απέριττο περίβολο πάλι της Επισκοπής καθισμένος στον μικρό πέτρινο θρόνο του δεξιά από την πόρτα ο επίσκοπος Αιγίνης Διονύσιος Σιγούρος κατά τα έτη 1577 – 78 (ή αρχές 79) κήρυττε το λόγο του Θεού δίνοντας συμβουλές στους Χριστιανούς για το πώς να «διάγουν βίον χριστιανικόν».
Μετά το 1204 (Δ΄ Σταυροφορία – Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους) η Αίγινα, όπως και άλλα βυζαντινά λιμάνια, παραχωρήθηκε στους Βενετούς. Αρχικά ανήκε σε συγγενείς των δουκών της Αθήνας και στη συνέχεια στους Λατίνους κυβερνήτες της Καρύστου. Πρώτος απ’ αυτούς ήταν ο Γκαλεάτο Μαλατέστα και τελευταίος ο Βονιφάτιο ντα Βερόνα.
Κάποτε η Μαρούλα, κόρη του κυβερνήτη («αυθέντη») της Καρύστου και της Αίγινας ντα Βερόνα, παντρεύτηκε τον Αλφόνσο Φαδρίγ και η Αίγινα δόθηκε σ’ αυτόν ως προίκα της αρχοντοπούλας και έτσι περιήλθε στα χέρια των Καταλανών. Ακολούθησαν αρκετοί ακόμη Φαδρίγ, ώσπου το 1394 μια μακρινή απόγονός του Αλφόνσο παντρεύτηκε τον Αντονέλλο Α΄ Καοπένα, γιο του Λατίνου δυνάστη του Ναυπλίου. Το νησί πέρασε πια στην οικογένεια Καοπένα που το κράτησε από το 1394 ως το 1451. Τότε ο Αντονέλλο Β’ Καοπένα πέθανε χωρίς απόγονο και, εξαιτίας κάποιας συμφωνίας που είχε γίνει με τους Βενετούς, το νησί έγινε πάλι βενετικό. Ακολούθησαν διάφοροι Βενετοί ρέκτορες από τους οποίους ο τελευταίος ήταν ο Φραγκίσκος Σοριάνο. Οι Βενετοί εκμεταλλεύονταν σκληρά τους κατοίκους τόσο που διαμαρτυρήθηκαν στην ίδια τη Βενετία.
Επειδή όμως ο κίνδυνος από τους πειρατές όλους αυτούς τους αιώνες δεν εξέλειπε και ήταν συνεχής οι Παλιοχωρήτες έκαναν μια οδυνηρή συμφωνία με τους Βενετούς. Εκείνοι τους έδωσαν χρήματα για να επισκευάσουν το κάστρο και ως αντάλλαγμα ζήτησαν και πήραν την κάρα του Αγίου Γεωργίου που φυλασσόταν στην εκκλησία της Παναγίας της Φορίτισσας. Μετά απ’ αυτό η εκκλησία αυτή μετονομάστηκε σε Άγιος Γεώργιος ο Καθολικός και η κάρα μεταφέρθηκε στη Βενετία και σήμερα βρίσκεται στην εκκλησία του San Giorgio Maggiore.
Παρά τη μεγάλη αυτή θυσία, για λόγους εκδίκησης ενάντια στους Βενετούς που είχαν καταλάβει τα Μέγαρα, το 1502 πραγματοποιήθηκε κατά της Παλιαχώρας η πρώτη επίθεση από τον τουρκικό στόλο υπό τον Τούρκο ναύαρχο Κεμάλ Ρεΐς. Τότε αιχμαλωτίστηκαν 2000 Αιγινήτες.
Το 1537 όμως έλαβε χώρα η μεγαλύτερη καταστροφή. Λόγω του ιερού πολέμου που είχαν κηρύξει οι Βενετοί ενάντια στο Ισλάμ, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Β΄ ο Μεγαλοπρεπής έστειλε στόλο με αρχηγό τον ανελέητο πειρατή, που του είχε δώσει μάλιστα το αξίωμα του «καπουδάν πασά», Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα με την εντολή να καταστρέψει τις βενετικές ναυτικές βάσεις. Αυτός, αφού λεηλάτησε τα νησιά του Ιονίου, την Πάργα και τα Κύθηρα, πολιόρκησε και την καστροπολιτεία για τέσσερις ημέρες. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν τα πάντα, εκτός από τις εκκλησίες (!!!), κατέσφαξαν τους άντρες Γ και 6.000 γυναικόπαιδα σκλαβώθηκαν, ενώ ακόμη και ο διοικητής Φραγκίσκο Σοριάνο αιχμαλωτίστηκε. Ο άλλος βαρόνος Blancard που επισκέφτηκε τον τόπο το 1538 συνάντησε την απόλυτη ερημιά και το1540 οι Βενετοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν την Αίγινα στο σουλτάνο.
Η Παλιαχώρα κατοικήθηκε πάλι από Έλληνες και Αλβανούς που έφτασαν από άλλες ελληνικές περιοχές αλλά οι πειρατές δραστηριοποιήθηκαν και πάλι. Και οι ίδιοι όμως οι κάτοικοι της Παλιαχώρας άρχισαν να επιδίδονται, συστηματικά πια, στην πειρατεία από τα μέσα του 17ου αι. λεηλατώντας ακόμη και βενετσιάνικα καράβια. Αυτό δεν έγινε ανεκτό από την Γαληνοτάτη.
Έτσι το 1654 ο Φραντσέσκο Μοροζίνι έφτασε με το στράτευμα του στην Παλιαχώρα και, αφού προξένησε ζημιές στο κάστρο της και τη λεηλάτησε για οχτώ ημέρες, έφυγε παίρνοντας μαζί του 300 ή 600 Αλβανούς και 40 Τούρκους κατοίκους της. Το 1687, μετά δηλαδή από τριάντα χρόνια, επανήλθε δριμύτερος και κατέλαβε το νησί. Έτσι άρχισε μια δεύτερη περίοδος Βενετοκρατίας μέχρι το 1715 οπότε επανήλθε στα χέρια των Τούρκων ως το 1821.
Κατά το 19ο αι. οι συγκρούσεις και οι πειρατικές επιδρομές περιορίστηκαν και σιγά – σιγά σταμάτησαν. Η νησιωτική καστροπολιτεία εγκαταλείφτηκε σταδιακά και μετά την Επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό τελείως. Οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς το λιμάνι και δημιούργησαν στα θεμέλια της αρχαίας τη νέα παραθαλάσσια πόλη.
Η Αίγενα των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων ως ονομασία έπαψε σιγά – σιγά από τότε να χρησιμοποιείται και η μικρή έρημη πολιτεία που κάποτε έσφυζε από ζωή άρχισε να αποκαλείται Παλαιά Χώρα. Οι θρήνοι και οι οδυρμοί της όμως έμειναν χαραγμένοι βαθιά στη συλλογική μνήμη μέχρι σήμερα, ενώ η θέα της προκαλεί ακόμη συγκίνηση αλλά και θλίψη για την εγκατάλειψη ενός τόσου σημαντικού μνημείου στη μοίρα του.
Στις μέρες μας τα εκκλησάκια της βρίσκονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε άθλια κατάσταση. Ο πανδαμάτωρ χρόνος έχει επιφέρει πάνω τους ανεπανόρθωτα πλήγματα αλλά πολύ περισσότερα δεινά έχουν υποστεί από την αδιαφορία των υπευθύνων. Θα μπορούσε να πει κανείς γι’ αυτήν την περίπτωση ότι ο χρόνος έδειξε πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απέναντί στο νησιωτικό μας Μυστρά παρά εκείνοι που έχουν ταχθεί από την πολιτεία να τον προστατέψουν.
Οι σύγχρονοι Αιγινήτες δεν αδιαφόρησαν για την τύχη του και πριν από μερικά χρόνια είχαν δείξει έμπρακτα το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνοντας χρήματα για τη συντήρησή του. Το μόνο σημαντικό έργο που ολοκληρώθηκε πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια ήταν η αναστήλωση του Αγίου Γεωργίου του Καθολικού και αργότερα του κελιού του Αγίου Διονυσίου στην Επισκοπή.
Δυστυχώς από κει και πέρα δεν υπήρξε πρόοδος, ενώ κι όταν κάποιος έχει τη θέληση και τα χρήματα να βάλει έστω ένα παράθυρο ή μια πόρτα σε κάποια από τις εκκλησιές που χάσκουν ορθάνοιχτες στο έλεος του ανέμου και της βροχής στέκει μπροστά του εμπόδιο ανυπέρβλητο ο σκόπελος της γραφειοκρατίας (από τον τοπικό τύπο είναι γνωστό το παράδειγμα του ναού των Αγίων Θεοδώρων και του Ομίλου Ροταριανών που τελικά μετά από έναν πραγματικό Γολγοθά κατάφερε να βάλει στο μικρό μονόχωρο ναό το παράθυρο και την πόρτα που του έλειπαν για χρόνια).
Σήμερα στην Παλιαχώρα υπάρχουν ακόμα 35 εκκλησιές που είναι οι εξής:
- Άγιος Χαράλαμπος (δίδυμος ναός)
- Άγιος Αθανάσιος (εντελώς ερειπωμένος)
- Τίμιος Σταυρός (με σοβαρά προβλήματα στήριξης που έχουν αντιμετωπιστεί μάλλον πρόχειρα)
- Παναγία του Γιάννουλη (εντελώς ερειπωμένη)
- Αγία Βαρβάρα (εντελώς ερειπωμένη)
- Άγιος Γεώργιος ο Καθολικός (σε πολύ καλή κατάσταση)
- Άγιος Διονύσιος ή Επισκοπή (με υπέροχες τοιχογραφίες που χρειάζονται συντήρηση).
- Κελί του Αγίου Διονυσίου (σε πολύ καλή κατάσταση)
- Άγιος Νικόλαος (με προβλήματα στήριξης)
- Αγία Άννα
- Ταξιάρχης Μιχαήλ
- Μεταμόρφωση του Σωτήρα (έχουν πέσει σοβάδες και οι τοιχογραφίες τείνουν να καταστραφούν εντελώς)
- Αγία Κρυφτή (εντελώς ερειπωμένη)
- Άγιος Ευθύμιος (με προβλήματα στήριξης και με κατεστραμμένες τοιχογραφίες)
- Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (ναός με υπέροχες τοιχογραφίες που υφίσταται άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης του)
- Άγιος Γεώργιος (υφίσταται άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης του)
- Άγιος Δημήτριος (υφίσταται άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης του)
- Άγιος Στέφανος (σε καλή κατάσταση)
- Άγιοι Ανάργυροι
- Άγιος Νικόλαος
- Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (η εκκλησία που είναι από τις παλαιότερες της Παλιαχώρας είναι σε καλή κατάσταση αλλά δε μπορώ να εκφέρω γνώμη για τις τοιχογραφίες)
- Άγιος Σπυρίδων
- Αγία Κυριακή (ο δίδυμος αυτός ναός αντέχει αλλά εσωτερικά είναι σε άθλια κατάσταση και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες τείνουν να καταστραφούν εντελώς, τα κελιά επίσης είναι σε τρισάθλια κατάσταση)
- Αγία Μακρίνα
- Άγιος Ελευθέριος (εντελώς ερειπωμένος)
- Άγιος Στυλιανός
- Άγιος Κήρυκος
- Άγιοι Θεόδωροι (με προβλήματα τοιχοποιίας και συντήρησης τοιχογραφιών που στη θεματολογία τους έχουν Αιγινήτες αγίους)
- Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος του Κάστρου (δίδυμος ναός)
- Ταξιάρχες
- Αγία Αικατερίνη
- Κοίμηση της Αγίας Άννας
- Κοιμήση της Θεοτόκου (σε καλή κατάσταση, οι τοιχογραφίες χρειάζονται συντήρηση)
- Άγιος Μηνάς
- Άγιος Νικόλαος του Μαύρικα (μια από τις παλαιότερες και πιο όμορφες εκκλησίες που έχει ανάγκη συνολικής συντήρησης αλλά και συντήρησης των εντυπωσιακών τοιχογραφιών της)Σημείωση: Οι διαπιστώσεις εντός των παρενθέσεων αποτελούν προσωπικές μου εκτιμήσεις και δεν είμαι ειδήμων. Προβάλλουν παρ’ όλα αυτά την αγωνία μου για το μέλλον του μνημείου αυτού που είναι ένα από τα κορυφαία της πλούσιας ιστορίας του νησιού μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
- Δημητρακόπουλος Γ. Σοφοκλής, Χριστιανική Αίγινα, γενική και εκκλησιαστική ιστορία, άγιοι, επίσκοποι, πρεσβύτεροι, εκκλησίες και μοναστήρια, εκδ. Παρρησία, 2009.
- Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Ο Άγιος Γεώργιος ο Καθολικός στην Παλιαχώρα της Αίγινας, Αθήνα 2001.
- Ηρειώτης Π.Ν., Ο χορός της Λαμπρής, έκδοση Δήμου Αίγινας, Αθήνα 1991.
- Κουλικούρδη Π. Γεωργία, Αίγινα Ι (Παρατηρήσεις Γεωλογικές, Οικονομικές, Δημογραφικές), Αθήνα ;
- Κουλικούρδη Π. Γεωργία, Αίγινα ΙΙΙ (Τοπογραφικά και ιστορικά στοιχεία για τη νεότερα πόλη 1800 – 1828), εκδ. Πέτρα, Αθήνα 2006.
- Μουτσόπουλος Ν. Κ., Η Παληαχώρα της Αιγίνης. Ιστορική και μορφολογική εξέτασις των μνημείων, Αθήνα 1962.
- Πάνος Ν. Νεκτάριος (ανέκδοτη εργασία), ΑΙΓΙΝΑ (ΠΑΛΙΑΧΩΡΑ), 1204 -1821 – ηγεμόνες του νησιού, χρονολογική σειρά κυριότερων γεγονότων, εντυπώσεις ξένων περιηγητών, Αυγ. 2001.
- Συγγραφική ομάδα, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμοι Ι (περίοδος 1204 – 1669) και ΙΑ (1669 – 1821), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1974 (γενικές πληροφορίες).
- Σφυρόερα Σοφία, Αίγινα – πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
- Σταμάτης Μ. Κώστας, Αίγινα – Ιστορία και Πολιτισμός, τόμος πρώτος, από την αρχαιότητα έως το 1828, Αθήνα 1989.
Άννα Ρόδη