Η Γωγώ Κουλικούρδη, φιγούρα άγνωστη στους νεότερους, έχει απαθανατίσει την αιγινήτικη καθημερινότητα και ιστορία στα έργα της. Μία περίπου δεκαετία μετά τον θάνατό της, το όνομα της και η πνευματική περιουσία που μας κληροδότησε, μνημονεύονται τακτικότατα σε κουβέντες, σε δημόσιες συζητήσεις, σε αναδρομές πίσω στην Αίγινα των περασμένων χρόνων.
Τον Ιούνιο του 1990 τυπώνεται το βιβλίο της “ΑΙΓΙΝΑ Ι”, το οποίο σήμερα αποτελεί το ασφαλές απάγγειο κάθε μαθητή, φοιτητή, ερευνητή της ιστορίας του νησιού μας. Οι 276 σελίδες της μελέτης της Γεωργίας ή Γωγώς Κουλικούρδη, πλημμυρίζουν πληροφορίες, παραθέτουν πηγές και ντοκουμέντα, κινούν -για πολλούς- τα σκονισμένα εργαλεία που θ’ αναμοχλεύσουν και θα φωτίσουν το παρελθόν.
Στις σελίδες 161 έως 169, αποτυπώνεται η ακμή και η παρακμή της σπογγαλιείας, μιας τέχνης κερδοφόρας, ριψοκίνδυνης· σήμερα σαγηνευτικής και ξεχασμένης από τους σύγχρονους Αιγινήτες.
Από το β’ μέρος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου άκμασε στην Αίγινα η σπογγαλιεία. Στα 1886, που θεωρείται η εποχή της μεγαλύτερης ακμής της, η Αίγινα κινούσε 72 μηχανές με πληρώματα από 20-22 ναύτες και βουτηχτάδες. Απασχολούσε δηλαδή η σπογγαλιεία κάπου 1000 ναύτες και βουτηχτάδες. Στα 1902-1903 είχε επίσης πολλά καΐκια. Τότε αναφέρεται ότι μόνο αιγινήτικα καΐκια δούλευαν στη Βεγγάζη και μπήκαν στην Αίγινα από τα σφουγγάρια 4 εκατ χρυσά φράγκα. Ερχόντουσαν τότε για πληρώματα των 60-65 μηχανών που ξεκίναγε το νησί και ξένοι, Συμιακοί, Καλύμνιοι, Υδραίοι.
Οι Αιγινήτες που είχαν μηχανές αυτή την εποχή είναι:
Μιχάλης Ασημαντώνης ή Ανούστης
Γιάννης Βατικιώτης ή Μάλτα
Φώτης Βατικιώτης ή Φωτάκης
Δημήτρης Γιαννούλης (ως τον α’ παγκόσμιο πόλεμο ξεκίναγε μόνος του 15 μηχανές)
Νικολής Γιαννούλης ή Διασενού
Νικολής Γιαννούλης ή Μπάρμπας
Παναγής Γιαννούλης ή Αντελιού
Γεώργιος Καλαφάτης ή Κακαντάς
Γρηγόριος Καμπάρας
Νικολής Λαδάς ή Γνώμη (ξεκίναγε βαθυτική μηχανή)
Χαράλαμπος Λεβεντόπουλος ή Μουχλής
Λουκάς Λέκας και Λουκάς Καλαμάκης ή τα Λουκάτσα (ήταν συνέταιροι)
Βασίλης Λυκούρης ή Φανελού
Κυριάκος Μαρίνης ή Τσυριακούλης
Σπύρος Μουτσάτσος ή Θοδοσά (είχε βαθυτική μηχανή με 18 βουτηχτάδες)
Σπύρος Μουτσάτσος ή Μαγαζάρα (είχε βαθυτική μηχανή)
Μιχάλης Ιω. Μαΐλλής (ξεκινούσε μεγάλες μηχανές)
Κώστας Νταντάκος
Βασίλης Πτερούδης ή Κασώτης
Μιχάλης, Σπύρος και Σταματέλος Σταματιάδης (ξεκινούσαν πολλές μηχανές)
Νικολός Χαλδαιάκης ή Χαλιχούλης
Νικολής Χαλδαίος ή Θελοντής
Τα σφουγγάρια τα επεξεργάζονταν διάφοροι εμποροσφουγγαράδες. Τα έπλεναν, τα συσκεύαζαν και τα πουλούσαν στο εξωτερικό.
Εμποροσφουγγαράδες ήταν: Ο Κων/νος Βογιατζής, που ήρθε από τη Σύμη κάπου στα 1880 και έχτισε το μεγάλο σπίτι της παραλίας, που σήμερα ανήκει στην οικογένεια. Εμπορευόταν με την Αγγλία και παντρεύτηκε δύο φορές Αγγλίδες. Ο Ευάγγελος Κατσιμίγκος, Αιγινήτης, γαμπρός του, που το σπίτι του βρίσκεται πίσω από του Βογιατζή και ανήκει στον εγγονό του Βαγγέλη Αθανασίου. Εμπορευόταν με τη Γαλλία. Και οι δύο πήραν μετάλλια από ευρωπαϊκές εκθέσεις για την ποιότητα του σφουγγαριού. Ο
Μιχάλης Ιω. Μαΐλλης ήρθε στα 1900 περίπου από την Κάλυμνο. Ήξερε τρεις ξένες γλώσσες και είχε εμπορική οικογενειακή παράδοση. Ένας αδελφός του ο Αλέξανδρος είχε επιχειρήσεις στη Γερμανία. Έμεινε στην αρχή στο σπίτι του Νικολάου Γιαννούλη, Διασενού, και παντρεύτηκε την κόρη τουΙουλία. Ο Διασενούς της έχτισε και της έδωσε προίκα το μεγάλο νεοκλασσικό σπίτι της Παναγίτσας (ιδιοκτησία του γιού του δικηγόρου Γιάννη Μ. Μαΐλλη). Εμπορευόταν με τη Γερμανία. Έφερε στην Αίγινα και πολλά αδέρφια του. Ένας, ο Αναστάσιος Ιω. Μαΐλληςπαντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα και πήρε την επιχείρηση μετά τον θάνατο του Μιχάλη Μαΐλλη στα 1926. Ο Γεώργιος Μπράουν, Άγγλος, αντιπρόσωπος αγγλικής εταιρίας, παντρεύτηκε Αιγινήτισσα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Έστελνε σφουγγάρι στην Αγγλία. Έμποροι σφουγγαριών ήταν και οι
Αιγινήτες Σταματιάδηδες.
Γενικά γινόταν μεγάλη εξαγωγή σφουγγαριού, όπως το δείχνει και το
ενδιαφέρον εκείνων που ήρθαν από τη Σύμη, την Κάλυμνο, την Κάσο να εμπορευθούν στην Αίγινα. Αν μελετηθούν τα εμπορικά βιβλία των εμποροσφουγγαράδων, όσα σώζονται, και τα έγγραφα των τοπικών αρχείων θα μπορούμε να έχομε μια πλήρη εικόνα και έναν κατάλογο των ναυτών και βουτηχτάδων που δούλευαν τότε. “Στο σφουγγάρι” δούλευαν και πολλοί Αιγινήτες μέσα στο νησί. Οι άντρες το έπλεναν στη θάλασσα και το καθάριζαν. Οι γυναίκες το ψαλίδιζαν. Άλλοι έκαναν τη συσκευασία.
Τα σπίτια των εμποροσφουγγαράδων και των εφοπλιστών που ξεκινούσαν τις μηχανές ήταν μεγάλα, είχαν κάτω αποθήκες για την επεξεργασία του σφουγγαριού και γραφεία για τις επιχειρήσεις τους. Την εποχή αυτή (1880-1930 περίπου) χτίστηκαν τα μεγάλα νεοκλασικά σπίτια της πόλης και τα διώροφα με τα κεραμίδια, μεσοαστικά, της πόλης και της Κυψέλης, απ’ όπου ήταν οι περισσότεροι σφουγγαράδες, και είναι δείγμα της οικονομικής άνθησης του νησιού.
Τα αιγινήτικα καΐκια ψάρευαν στη Βεγγάζη, Τριπολίτιδα, Τύνιδα (Σφάξ), Ιταλία, Σικελία, Λαμπιδούσα, Μπατελαρία, Μαρίτιμο, Κύπρο, Κρήτη, Μ. Ασία, Δωδεκάνησα.
Στο ΒΔ μέρος του λιμανιού, απέναντι από το σπίτι του Βογιατζή,
τραβούσαν τα καΐκια και έκαναν επισκευές. Εκεί συγκεντρώνονταν οι καπεταναίοι (ιδίως στη Μαγαζάρα, το πρώην χτίριο του Εθνικού
Τυπογραφείου επί Καποδίστρια) και κάθε Σάββατο γίνονταν εκεί και οι πληρωμές. Μερικοί καπεταναίοι είχαν άλλα καφενεία κι εκεί κατάρτιζαν το πλήρωμα.
Με τον β’ παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή σταμάτησε η σπογγαλιεία.
Ξανάρχισαν μερικά καΐκια στα 1946.
Αιγινήτικες μηχανές στα 1946-1950 ξεκινούσαν οι:
Γ. Βισβιλίου
Κυριάκος Λεβεντόπουλος και Διονύσιος Μπήτρος ένα, τον Άγιο Μερκούριο
Δημήτριος Λέκας 1
Αντώνιος Β. Λυκούρης 2 (Αγ. Σώζων και Δήμητρα)
Αναστ. Ιω. Μαΐλλης 1
Γιάννης Α. Μαΐλλης και Κυριάκος Λεβεντόπουλος ένα, τον Χριστόφορο
Γιάννης Α. Μαΐλλης ένα, τον Μιαούλη
Νικ. Μαργαρώνης και Θεόδ. Γενίτσαρης 3 (Αγ. Σπυρίδων, Άγ. Γεώργιος)
Διονύσιος Μπήτρος 1
Ηλίας Πέππας 3 (Δήμητρα, Άγ. Φανούριος)
αδελφοί Στρατηγού 2
Σύνολο 18 καΐκια
Ψάρευαν στα ανατολικά παράλια της Ελλάδας, στα νησιά και την Κρήτη.
Οι Αιγινήτες σφουγγαράδες, στις αρχές του αιώνα μας, ίδρυσαν και την μοναδική παροικία Αιγινητών στην Αμερική, στο Tarpon Springs της Φλώριδας. Τους πρώτους σφουγγαράδες έφερε εκεί ο Αιγινήτης Σπύρος Βουτέρης. Ξεκινούσαν κάπου 80 καΐκια.
Το μηχανοκάικο ήταν βενζινάδικο που το μεγαλύτερο μέρος του το έπιανε η καταδυτική μηχχανή, που μεγάλη αργοκίνητη αεραντλία με αξαρτήματα και σωλήνες, που τροφοδοτούσε τον βουτηχτή με αέρα. Όταν πήγαιναν για την Αφρική και έβαζαν τα μηχανοκάικα μέσα σε μεγάλα πλοία, τις λεγόμενες γουλέτες, τα πήγαιναν στον τόπο της εργασίας και τα έριχναν στη θάλασσα. Το ντεπόζιτο χρησίμευε για τη συγκέντρωση, τον καθαρισμό και το κρέμασμα των σφουγγαριών, για μαγείρεμα, για να κοιμούνται,
διότι το πλήρωμα ήταν 25-30. Εκεί φύλαγαν και τα τρόφιμα. Το μικρό καΐκι έπαιρνε μόνο 5-6 πλήρωμα. Οι κυβερνήτες και οι ναύτες των καραβιών έπαιρναν μισθό. Οι βουτηχτάδες έπαιρναν μερίδιο από τα σφουγγάρια που ψάρευαν. Αυτοί που ξεκινούσαν τις μηχανές επιβαρύνονταν με τα έξοδα επιχείρησης και την τροφοδοσία. Όταν ο βουτηχτής έβρισκε σφουγγάρι γέμιζε την απόχη, την έδενε στον κολαούζο και ειδοποιούσε να την τραβήξουν απάνω, αν ήταν ρηχά. Αν ήταν βαθιά του ανέβαζαν μαζί και κατέβαινε άλλος. Το μεγαλύτερο βάθος, που μπορεί να πιάσει, είναι 40 οργιές και να μείνει 3-4 λεπτά το πολύ.
Το σφουγγάρι είναι μαύρο. Το πατάνε ένα δύο φορές, το ρίχνουνε στη θάλασσα, την άλλη μέρα το ξύνουνε και το βάζουνε βρεγμένο στα σακιά.
Σε κάθε ευκαιρία το βάζουνε στον ήλιο και το στεγνώνουνε.
Τα φαγητά των σφουγγαράδων ήτανε ψωμί ή γαλέτες, κρέας που το φυλάγανε σε βούτες αλατισμένο ή τσιγαριστό σε τενεκέδες, όσπρια, ελιές, τυρί κεφαλίσο, κρεμμύδια και ψάρια που τα πιάνανε μοναχοί τους. Το επάγγελμα του δύτη ήταν πολύ επικίνδυνο. Συχνά πάθαιναν παράλυση ή άλλες αρρώστιες και η πρόνοια ήταν από ελάχιστη έως μηδαμινή.
Τα σφουγγαράδικα έφευγαν τον Φεβρουάριο και γύριζαν του Αγίου
Δημητρίου σημαιοστόλιστα, αν δεν είχε συμβεί δυστύχημα. Στην επιστροφή τους γίνονταν μεγάλα γλέντια. Οι βουτηχτάδες, που το επάγγελμά τους ήταν τόσο επικίνδυνο, έπαιρναν πολλά χρήματα και τα ξόδευαν αλογάριαστα. Η πόλη και η Κυψέλη αντιλαλούσαν από τραγούδια, γλέντια, και σπατάλη. Τρυπούσαν με τα όπλα τους τα βαρέλια του κρασιού και τα πλήρωναν, κερνούσαν όλο τον κόσμο. Άναβαν τα τσιγάρα τους ή γέμιζαν τα όπλα με χαρτονομίσματα. Έπαιρναν αμάξια και τα βιολιά και γύριζαν την πόλη.
Μετά τα 1950 άρχισε ο οριστικός ξεπεσμός της σπογγαλιείας. Στο
εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας το σφουγγάρι, που είχε την τρίτη ή
τέταρτη θέση, μετά τον καπνό, τις ελιές και τη σταφίδα, έπεσε πολύ και σχεδόν μηδενίστηκε. Τα αίτια του ξεπεσμού ήταν πολλά. Οι Τούρκοι πουλούσαν σφουγγάρια 30% φθηνότερα. Η Αίγυπτος και το Σφάξ έκαναν δική τους εξαγωγή. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να μειώσουν τις τιμές, αλλά δε μπόρεσαν ν’ ανταποκριθούν στα έξοδα. Τέλος, η κατασκευή και διάδοση του τεχνητού σφουγγαριού περιόρισε στο ελάχιστο τη ζήτηση του φυσικού.
Η εποχή της σπογγαλιείας αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της οικονομικής ιστορίας της νεότερης Αίγινας,ακόμα σχεδόν αμελέτητο.
Πολλά εκατομμύρια πέρασαν τότε από το νησί, αλλά η ανοργάνωτη εκμετάλλευση δε δημιούργησε πραγματική και μόνιμη οικονομική προκοπή, ιδιωτικές περιουσίες που σχηματίστηκαν χάθηκαν, οι περισσότερες, με τον ξεπεσμό της σπογγαλιείας, μερικές και με τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1928-1929. Γενικά, ούτε το νησί, ούτε τα άτομα κέρδισαν μακροπρόθεσμα.
επιμέλεια: Τόνια Ζαραβέλα
φωτό: Νέλλη Πετροπούλου (από Λαογραφικό Μουσείο Αίγινας)