ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Εκπαίδευση και Γλώσσα (Μια σύντομη αναφορά)

Written by aeginalight

Κατά τον L. Wittgenstein (1889 – 1951), τον αναλυτικό φιλόσοφο (γλωσσοφιλόσοφο), τα όρια της σκέψης είναι τα όρια της γλώσσας. Το ίδιο νόημα, παλαιότερα, είχε διατυπωθεί απ’ τον F. Saussure (1857-1913), τον ιδρυτή της επιστήμης της σύγχρονης γλωσσολογίας, με τη μεταφορική ρήση: «σκέψη και γλώσσα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».

Κατά τον L. Wittgenstein (1889 – 1951), τον αναλυτικό φιλόσοφο (γλωσσοφιλόσοφο), τα όρια της σκέψης είναι τα όρια της γλώσσας. Το ίδιο νόημα, παλαιότερα, είχε διατυπωθεί απ’ τον F. Saussure (1857-1913), τον ιδρυτή της επιστήμης της σύγχρονης γλωσσολογίας, με τη μεταφορική ρήση: «σκέψη και γλώσσα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Ουδέποτε αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτής της επιστημονικής απόφανσης. Πράγματι, ολόκληρο το νοητικό σύστημα του ανθρώπου, η αντιληπτική και επικοινωνιακή του ικανότητα, στηρίζεται στο γλωσσικό κώδικα: στη δυνατότητα συγκρότησης συστήματος αντιστοίχισης σημαίνοντος και σημαινομένου, δηλαδή λέξεων (συμβόλων) που παραπέμπουν σε «κάτι», συγκεκριμένης ή αφηρημένης υπόστασης (π.χ. δέντρο, ελευθερία). Όσο περισσότερο διευρυμένος είναι ο γλωσσικός κώδικας (λεξιλόγιο) τόσο και η εκφραστική, αναπαραστατική αλλά και, εντέλει, επικοινωνιακή δυνατότητα του ανθρώπου είναι μεγαλύτερη και ευχερέστερη. Ή, ακόμη, για να λεπτολογήσω, και αισθητικά αρτιότερη. Εννοείται, βέβαια, ότι η χρήση του γλωσσικού κώδικα απαιτεί την τήρηση κανόνων (γραμματικής και συντακτικού), αφού η γλώσσα ως φαινόμενο συγκροτεί δομή με λογική συνοχή, αλληλουχία και ερμηνεύσιμη εξελικτική πορεία. Κατά τον μεγάλο, ως προς την επιστημοσύνη, γλωσσολόγο N. Chomsky (γενν. 1928) όλα οι εθνικές γλώσσες μπορούν να αναχθούν σε μια κοινή «βαθεία δομή», αντιστοιχούσα στην εξ ενστίκτου, φυσική, ανθρώπινη λογική. Συμπληρωματικά, αναφέρω ότι η απόφανση του Ν. Chomsky περί «βαθείας δομής», οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι θεωρίες περί ανωτέρων και κατωτέρων γλωσσών είναι εσφαλμένες. Και, εν πάση περιπτώσει, οι εμφανιζόμενες ως κατώτερες γλώσσες είναι «κατώτερες» ως αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών και όχι από πρωτογενή, αυτοφυή, και μη αναιρούμενη αιτία.

Ο άνθρωπος κατακτά τη γλώσσα σταδιακά, αρχής γενομένης απ’ τη στιγμή της γέννησής του. Στο οικογενειακό του περιβάλλον προσλαμβάνονται οι πρώτες ακουστικές γλωσσικές εντυπώσεις (γλωσσικός αρμός), που είναι καθοριστικές και στην όλη μετέπειτα διαμόρφωση και ανάπτυξη της γλωσσικής του πορείας. Και οπωσδήποτε στο περιβάλλον αυτό στοιχειοθετούνται οι βάσεις της γλωσσικής του καλλιέργειας (στοιχειώδες λεξιλόγιο και υποτυπώδης έκφραση). Η περαιτέρω, όμως, ανάπτυξη της γλωσσικής καλλιέργειας συντελείται κυρίως μέσω της εκπαίδευσης.

Η εκπαίδευση για να επιτελέσει αποτελεσματικά το ρόλο της ως φορέα γλωσσικής καλλιέργειας, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να εκπληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α) Να σταθμίζει, κατά το δυνατό, επακριβώς, την κατά ηλικία ωριμότητα, πνευματική και συναισθηματική, των μαθητών, ώστε τα γλωσσικά μαθήματα να είναι στις διάφορες σχολικές τάξεις ανάλογης δυσκολίας.

β) Να συναρτάται η γλωσσική διδασκαλία με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των μαθητών. Δηλαδή, να ενισχύεται με πρόσθετες ώρες για μαθητές που προέρχονται από ασθενέστερο, οικονομικά και μορφωτικά, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, γιατί είναι βέβαιο ότι οι μαθητές αυτοί, έχουν πενιχρότερες γλωσσικές εντυπώσεις/ερεθίσματα. Η εκπαίδευση πρέπει να αντισταθμίσει το έλλειμμα αυτό. Ειδικότερα, για τους μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, που κατανάγκην είναι δίγλωσσοι, οι πρόσθετες ώρες είναι απόλυτα απαραίτητες.

γ) Η γλώσσα πρέπει να διδάσκεται στη διαχρονική της ανέλιξη, γιατί μόνο έτσι κατανοείται βαθύτερα και πληρέστερα. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να γίνεται η αιτία ή και το πρόσχημα, για να διδάσκονται υπέρμετρα οι παλαιότερες μορφές της γλώσσας (π.χ. τα αρχαία ελληνικά). Τα προγράμματα γλωσσικής διδασκαλίας πρέπει, κατά βάση, να στοχεύουν στην επαρκή εκμάθηση της ενεργού καθομιλουμένης γλώσσας, με την οποία, άλλωστε, εξυπηρετούνται οι άμεσες επικοινωνιακές ανάγκες του βίου. Η άποψη του επιζώντος Εμμ. Κριαρά (γενν. 1907), φιλολόγου, πανεπιστημιακού και λεξικογράφου, είναι ότι τα αρχαία ελληνικά είναι πρόωρο να διδάσκονται στις γυμνασιακές τάξεις, που ακόμη οι μαθητές δεν έχουν εμπεδώσει τη γλώσσα τους στην καθομιλουμένη μορφή της. Οι μαθητές αυτοί μπορούν να αποκτήσουν αντίληψη για τη διαχρονική ανέλιξη της γλώσσας με τη διδασκαλία ενός στοιχειώδους ετυμολογικού (π.χ. τράπεζα › τραπέζι, πατήρ › πατέρας, υπό+γαία/γεία/γη → υπόγειο.

δ) Η εκπαίδευση με τη γλωσσική διδασκαλία πρέπει να «αντιπολιτευθεί», τη διαδικτυακή γλώσσα, που, εν πολλοίς, είναι πρόχειρη και αλλοιωμένη (greeklish): H εκπαίδευση πρέπει να κάνει συνείδηση στους μαθητές ότι η διαδικτυακή γλώσσα δεν είναι μια «κατ’ οικονομίαν», γλώσσα, που στοχεύει στη συντομία και την περιεκτικότητα, αλλά μια γλώσσα αλλοιωμένη και πενιχρή και ουσιαστικά ανεπαρκής. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει καμιά σχέση με την έννοια του ρητού: «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν».

ε) Η γλωσσική διδασκαλία πρέπει να «αντιπολιτευθεί» και την κατακλυσμιαία παρουσία της εικόνας, ως φορέα πληροφόρησης και μάθησης: Η εικόνα είναι δραστική και εύληπτη και καταρχήν, τουλάχιστον, εκλαμβάνεται ως προσφορότερος και πληρέστερος τρόπος πληροφόρησης και μάθησης. Ωστόσο, λόγω άλλων μειονεκτημάτων της, δεν πρέπει να υποσκελίζει το λόγο αλλά να είναι συμπληρωματικό στοιχείο της διδασκαλίας.

Τα μειονεκτήματα της εικόνας ως φορέα πληροφορίας είναι:

1) αδυνατεί να παραστήσει αφηρημένες έννοιες (π.χ. δημοκρατία, ελευθερία, αρετή). 2) Δεν αφήνει περιθώρια στη φαντασία.

3) η ευκολία στην πρόσληψή της οδηγεί, πολλές φορές, στην υποσυνείδητη, τουλάχιστον, αντίληψη ότι αντίστοιχα εύκολα προσλαμβάνεται / κατανοείται και το περιεχόμενο/νόημα στο οποίο παραπέμπει. Γενικότερα, η μη καλή χρήση της εικόνας για διδακτικούς σκοπούς, μπορεί, έμμεσα, να καλλιεργεί στους μαθητές τη νοοτροπία της «ήσσονος προσπαθείας».

4) Η γνωστή παροιμία: «μια εικόνα ισοδυναμεί με 1000 λέξεις», παρά την τεράστια διάδοσή της, μικρή σχέση έχει με την αλήθεια. Στα πολυτροπικά κείμενα (συνδυασμός εικόνας και λόγου) που τείνουν στην εκπαίδευση να γίνουν τα περισσότερα, ακόμη και στη γλωσσική διδασκαλία, η συμπληρωματικότητα εικόνας και λόγου πρέπει να είναι πράγματι λειτουργική. Ωστόσο, γίνεται κατανοητό ότι σε κάποια θέματα, που απαιτείται απόλυτη απεικονιστική ακρίβεια (π.χ. απεικονίσεις γραμμάτων και τρόπων γραφής παλαιότερων εποχών) η εικόνα πρέπει να υπερισχύει.

στ) Πρέπει να ρυθμισθεί κατά τρόπο υπεύθυνο και επιστημονικό η υφέρπουσα εκκρεμότητα (δίλημμα) στην εκπαίδευση: Να διατηρηθεί η ιστορική ορθογραφία ή να καθιερωθεί η φωνητική ορθογραφία (πλήρης αντιστοιχία φθόγγων και γραμμάτων π.χ.: ο φθόγγος [ι] να αποδίδεται στο γραπτό λόγο μόνο με το γράμμα ι και όχι και με τα γράμματα η, υ ή τα δίψηφα ει, οι και υι, όπως γίνεται στην ιστορική ορθογραφία). Επιχειρήματα υπάρχουν και απ’ τις δύο πλευρές. Για την οικονομία του χώρου εκθέτω μόνο ένα από κάθε πλευρά: Με τη διατήρηση της ιστορικής ορθογραφίας παραμένει στενότερη η σύνδεση της τωρινής (ενν. γραπτής) μορφής της γλώσσας με τις παλαιότερες μορφές της (αρχαία, ελληνιστική, βυζαντινή). Έτσι, ο μαθητής προφανέστερα αντιλαμβάνεται την ετυμολογία (τις ρίζες) αλλά και τη διαχρονία της γλώσσας του. Η άλλη πλευρά: Η φωνητική ορθογραφία απλοποιεί τη γραφή της γλώσσας και έτσι την κάνει ευκολότερη στη μάθηση (σε Έλληνες και ξένους) και πιο εύχρηστη ως μέσω γραπτής επικοινωνίας, αλλά και πιο συμβατή με το συνεχώς διευρυνόμενο (στην καθημερινή πρακτική) καθεστώς της ανορθογραφίας.

ζ) Στις γλωσσικές ασκήσεις να δίνεται προτεραιότητα σε ασκήσεις παραγωγής λόγου, που απαιτούν εντονότερη νοητική αυτενέργεια και κριτική σκέψη από άλλου τύπου γλωσσικές ασκήσεις (π.χ.: συμπλήρωση κενών για την ολοκλήρωση προτάσεων ή την αντιστοίχιση λέξεων κοινής ρίζας ή συγγενικής σημασίας).

η) Η γλωσσική διδασκαλία γίνεται και μέσω διαφόρων λογοτεχνικών κειμένων (ποιήματα, πεζογραφήματα, δοκίμια). Τα κείμενα αυτά πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά, κατά το δυνατό, όλου του γλωσσικού φάσματος. Δηλαδή, να συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτά και κείμενα τοπικών διαλέκτων (π.χ. κυπριακά). Στα κείμενα αυτά, το τεχνικό μέρος της γλώσσας (η μορφή) και το περιεχόμενο (νόημα) πρέπει να αντιμετωπίζονται αξιολογικά ως ισότιμα. Άλλωστε, σύμφωνα και με τα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας, μορφή και περιεχόμενο, ουσιαστικά συναποτελούν ένα όλον.

θ) Οι επιβιώσεις αρχαϊών τύπων (π.χ. τρόπον τινά, ούτως ή άλλως, φερ’ ειπείν, εν ψυχρώ, ευκαιρίας δοθείσης) να παραμείνουν κανονιστικά αποδεκτές, στο βαθμό που «στατιστικά» αξιολογούνται ως επαρκώς παρούσες στην καθομιλουμένη γλώσσα. Η παραμονή τους, άλλωστε, μπορεί να ερμηνευθεί και ως γλωσσικός πλούτος και ποικιλία. Αυτό, όμως να μη γίνει η «Κερκόπορτα», που επιζητούν κάποιοι, για την ολική επαναφορά της λόγιας (καθαρεύουσας) γλώσσας.

ι) Η γλώσσα ως το κατεξοχήν εκφραστικό «εργαλείο» του μαθητή αλλά και του ανθρώπου, γενικότερα, πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή και σεβασμό σε όλα τα μαθήματα (και όχι μόνο στα γλωσσικά).

Ολοκληρώνω διευκρινίζοντας: Οι παραπάνω σκέψεις μου είναι πυρήνας προβληματισμών, που στην πλήρη εκδίπλωση τους απαιτούν πολύ ευρύτερο χώρο και πληρέστερη προετοιμασία.

Δημ. Νικολόπουλος Φιλόλογος

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.