Νηνεμία στη θάλασσα, ο ουρανός πεντακάθαρος και τα εναπομείναντα φώτα της παραλίας –παντελώς άχρηστα τούτο το πρωί- άρχισαν σταδιακά να σβήνουν. Τα καμένα λαμπιόνια της κολώνας απέναντι από το έρημο κόσμου σαββατιάτικο Δημαρχείο –τα μόνα που μαρτυρούσαν δημοτική χριστουγεννιάτικη δράση- είχαν δείξει προ πολλού το δρόμο. Ο «Ποσειδώνας» το πρώτο καράβι της γραμμής για την ημέρα, και το μόνο εν πλω καράβι μιας νεοσυσταθείσας «Κοινοπραξίας» (σ.σ. : στην ίδια ανήκουν ακόμη τα Φοίβος- Αχαιός- Άρτεμις, με προσφορές σε συγκεκριμένα δρομολόγια), θα έφτανε εντός ολίγου από τα Μέθανα, εκτελώντας τα δύο και μοναδικά δρομολόγια, το ένα του Σαββάτου και το έτερο της Κυριακής. Στην αναμονή τα γλαροπούλια πετούσαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, πλατσούριζαν στη θάλασσα, έμεναν να παρασύρονται σιγανά από τα ρεύματα και έφευγαν μακρά, όπως τα ιπτάμενα δελφίνια πλησίαζαν τον ακρότατο φάρο του λιμανιού∙ του αυθαίρετου λιμανιού, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Λιμενικού Ταμείου. Γύρω- τριγύρω μια ησυχία που’ χει ελαφράδα, κι είναι φορτωμένη ξεγνοιασιά και ανυπομονησία για το ταξίδι που’ ρχεται.
Επάνω στην υδροφόρα, με τους κάβους έτοιμους να λύσουν και τις μηχανές να μουγκρίζουν ήδη, παλλόταν, κατά τα γούστα τ’ ανέμου, μια φόρμα εργατική· να στέκει και να σκιάζει τους επισκέπτες των αιθέρων. Οι εικόνες εξ’ αριστερών και δεξιών ισοπεδώνουν τα τοπικά τερτίπια, τα δημοτικά βάσανα. «Τι μου μιλάς για τον δήμαρχο! Άσ’ τον τον….», με αυτή τη φράση, η φυσική υπόσταση της Αίγινας γίνεται σκουπιδάκι στα μάτια, και όλη η προσοχή στρέφεται στον τύπο με το καπέλο και το δερμάτινο μπουφάν που του φουσκώνει τις πλάτες. Μεσήλικας. Ακριβώς στο κλίμα των ημερών, τις Άγιες, πρώτες χρονιάρες μέρες. Ήταν απλώς μια κορώνα εκνευρισμού, κι έπειτα το θέμα άλλαξε, δεν ακούστηκε άλλο τίποτα έχοντας το ίδιο ηχόχρωμα ή την ίδια ένταση. Σιγά μη ντράπηκε! Μάλλον τούτο το ξεκίνημα δε θέλησε να το μαγαρίσει με κουβέντες ανώφελες και ουδεμία κατάληξη.
Από το πλοίο, το οποίο –εν τω μεταξύ- έχει ρίξει άγκυρα, βγαίνουν κάμποσα φορτηγά κι επιβιβάζονται γνωστοί και άγνωστοι με έναν κοινό στόχο, να φτάσουν ταχέως στο λιμάνι του Πειραιά. Μιλούν, γελούν, κοιμούνται, και αφού πέσει η πόρτα σκορπίζονται σε κάθε μεριά. Οι κουλουρτζήδες αλωνίζουν, οι λαχειοπώλες περνούν ενδιάμεσα από τις παρέες και ψιλοπροωθούν τις κληρώσεις και τις σειρές που τους έμειναν. Κανένας από αυτούς δε μπορεί να συγκριθεί με το «Σήμερα κληρώνει» ή το «Είναι πολλά τα λεφτά», του δικού μας λαχειοπώλη, που τραντάζει τις γειτονιές στην Αίγινα. Μοιάζει με ευχή και κατάρα να σταθείς σε μιαν άκρη για λίγο. Aκόμη και το τόσο λίγο, τα ένα- δύο λεπτά, θα είναι αρκετά για να απλώσουν αντίκρυ σου την πραμμάτεια τους μισή ντουζίνα μετανάστες μικρέμποροι. Έχετε παρατηρήσει; Κάθονται φιλιωμένοι και μιλούν, δεν τους νοιάζουν τα όρια στην έκταση του «μαγαζιού» τους. Γνωρίζουν καλά, άλλωστε, πως καμμιά πιάτσα δεν τους ανήκει.
Έξω από το σταθμό του Ηλεκτρικού είναι στρωμένα σεντόνια, και επάνω βρίσκονται τοποθετημένα ρούχα και παπούτσια, τσάντες και χρηστικά αντικείμενα. Προικιά απλωμένα τακτικώς, πανωφόρια, που εξαργυρώνουν την παραμονή τους σε κάποια ντουλάπα με το να περνούν από χέρι σε χέρι τις δύσκολες στιγμές. Το… «τσιγαριλίκι» το ζητούν άνθρωποι κάθε ηλικίας στους δρόμους του λιμανιού και ενδότερα, το πωλούν και το αγοράζουν όλοι, με μια και μόνον ερώτηση σε κοινή θέα, και με ανάσα βαριά και κάπως απελπισμένη. Ο άντρας της γωνίας –άλλη φουρνιά ανθρώπου- περιδιαβαίνει , φωνάζει: «Κακό χρόνο να’ χεις καργιόλα. Στο διάολο να πάτε όλοι.» Που να τον ξέρεις, που να σε ξέρει. Βρίζει τυφλά με ματιά καρφωμένη στο απρόβλεπτο. Μια κοινωνία ολόκληρη, ένα βαγόνι, ένα σιχαμένο περιστέρι που φυλά καρτερικά να σου αμολήσει την κουτσουλιά του, μια γόπα που δεν κατάφερε να ρουφήξει μπορεί να είναι οι εχθροί του. Στο σαλεμένο νου δε χωράνε μήτε λογικές εξηγήσεις, μήτε βλέμμα συμπόνιας για το περιθώριο, που τόσο επιμελώς μονομιάς διαρθρώσαμε.
Από το παράθυρο του βαγονιού, κατά προτίμηση εκείνου όπου παραδοσιακά συναθροίζεται το λιγότερο πλήθος ταξιδευτών, γίνεται χάζι στις φιγούρες τις αλαφροΐσκιωτες, τις βαριά και ελαφρότερα αντρίκιες, και πολύ περισσότερο στα λαβωμένα –για οποιονδήποτε λόγο- σώματα. Ανάμεσα στα καθίσματα διακρίνονται χιλι’ ερωτευμένα ζευγάρια, ομοφυλόφιλα και ετερόφυλα. Κάθε τόσο στους σταθμούς μπαινοβγαίνουν παιδιά ριγμένα στη βιοπάλη, με ένα κυπελλάκι πλαστικό ως κουμπαρά, ζητώντας αντίτιμο για τη μουσική του ακορντεόν, η οποία για λίγο θα ηχήσει δίχως κανείς να ταραχθεί ή καν να ακούσει. Ακόμη και ο πατήρ ατάραχος στη μελωδία. Το «βοηθάτε αλλήλους» χαμένο στα χρόνια της άσπλαχνης οικονομικής κρίσης.
Πόση αποξένωση μας κρατά η πρωτεύουσα. Ξέρεις στην Αίγινα, είναι αλλιώς. Κάτι θα πεις για τα κοινά θα αρπάξει φωτιά η συζήτηση, θα τσακωθείς με τον άγνωστο και πάλι θα βρείτε ένα κοινό σημείο να μονιάσετε. Στα πρωτόγνωρα πρόσωπα, δε μπορεί κανείς να γνωρίζει πόσο άσχημα και με ποια έκβαση δύναται να πυροδοτηθεί ένα ζήτημα, τι ανάφλεξη μπορεί να συνεπάγεται μια και μόνον φράση, ποια ακραία ή μοιραία αισθήματα εικάζεται ότι παράγονται… Υπάρχει ένας αδικαιολόγητος φόβος, που δεν ευνοεί, ούτε παρακινεί για μια προσπάθεια. Η μοναχική κυρία στο σταθμό θα μπορούσε να μην είναι μοναχή για τα επόμενα πέντε λεπτά αν κάποιος της μιλούσε. Και η τρομοκρατημένη άστεγη, παροπλισμένη από τα συμπράγκαλα της όποιας περιουσίας της, ίσως και να’ ταν πιο φιλικά απλωμένη στο κατειλημμένο παγκάκι. Το ίδιο και ο καθωσπρέπει κύριος με την τσάκιση: δε θα βουτούσε τα τρία φύλλα εφημερίδας από τα σκουπίδια αδιαφορώντας για τους δεκάδες παριστάμενους. Είναι παράνοια στα 2014 να ξέρεις πως το πιο γλυκό και ειλικρινές σου χαμένο, μπορεί να αναγνωριστεί ως απειλή, να μετονομαστεί σε βία.

Σίγουρα δε ζούμε στην εποχή, όπου τα μάτια, τα τσίνορα και τα φρύδια έχουν μια συνταρακτική κενότητα. Σήμερα κρύβουν όλο τον κόσμο, όλο το φόβο, κάθε έγνοια και σπαραγμό ή λυγμό, γι’ αυτό η αναγνώριση του ενυπάρχοντος προβλήματος είναι τόσο εύκολη και αρκεί μόνο μια στιγμή. Αρκεί δύο άλλα μάτια να γίνουν καθρέπτες των αντικρινών. Ένα νέο παλικάρι, όμορφο και καλοβαλμένο, στο ταξίδι του -άγνωστο με ποιον προορισμό- δε σήκωσε στιγμή το πρόσωπο, μελετούσε τα ακροδάκτυλά του και τίποτε παρ’ εκεί. Κι ο παπατζής της γωνίας έμενε να αγνοεί τον σεκιουριτά που «μάζευε ήλιο» στην παραπάνω ρούγα του Θησείου. «Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς;» και «Αν έχεις βάλεις λεφτά παίρνεις! Έτσι είναι κυρία μου». Παρέμεινε αθάνατο θέαμα ανά τις δεκαετίες. Όπως ακριβώς στις ταινίες: δύο του σιναφιού να σιγοντάρουν ποντάροντας ένα πορτοκαλί μισοξεχασμένο πενηντάευρω.

Μια ευλογία τα σουλάτσα του Σαββάτου! Κόσμος πλημμυρίζει τους πεζόδρομους, η Ακρόπολη στέκει και ακτινοβολεί αιώνες κι αιώνες στη θέση της, μπαλόνια πολύχρωμα σε σκουντούν, υπάρχει μια μεγάλη λαχτάρα για γλειφιτζούρι, μαλλί της γριάς, ποπ κορν, υπάρχει μια λαχτάρα κάθε περιπατητής να ανοίξει την κλειδωμένη αγκαλιά του κι’ ναι κι αυτό το αίσθημα πως κάθε πλάκα και τετραγωνάκι του δρόμου είναι κοινά. Τίποτε δε μπορεί να μας χωρίσει ζώντας κάτω από τον ίδιο ουρανό. Αυτή η βόλτα δε χωράει ούτε σκέψη για τον Άδωνη, τον Σαμαρά, την προεδρία… Κανένας άλλωστε δε συζητά γι’ αυτά, κι ας μας καίνε!

Ο γυρισμός στον Πειραιά είναι ένα βάσανο. Στομάχι σφικτό, κορμοστασιά γυρτή, ζωντάνια ανελέητη. Ειδικά αυτό το φανάρι μπρος στο λιμάνι, που δε λέει ποτέ να φωτίσει τον «Γρηγόρη» των πεζών, κάνει μια στιγμή της ζωής πιο διαδραστική με μια επικινδυνότητα που εξιτάρει. Το τελευταίο πλοίο για Αίγινα είναι –βία- πέντε η ώρα το απόγευμα. Σε κάποιο από τα δύο τελευταία καράβια της ημέρας πρέπει να χωρέσουν και οι δύο τράκτορες της μεταφοράς των απορριμμάτων του δήμου μας, μαζί και το μικρότερο όχημα της ανακύκλωσης.

Παρατηρώντας το νησί από το πλοίο -μακρά από ανθρώπους και καμώματα- η Αίγινα του Καζαντζάκη ζωντανεύει. Η «νύμφη του Αργοσαρωνικού» ζει τις πρώτες δόξες της, ακόμη και χειμώνα καιρό, δίχως καμμιά απολύτως δράση να τρέχει. Μαγνήτης τα φώτα της, ο φάρος του Μπούζα, η Κολώνα και τα καΐκια, που όσο σουρουπώνει πληθαίνουν στις θάλασσες. «Καλή ψαριά να’ χουνε!!!»
Τόνια Ζαραβέλα







