«Έχετε τις κόπιτσες που παίρνει η γιαγιά μου;», είπε αυθάδικα ένα επτάχρονο χοντροκομμένο κοριτσάκι.
Χαμογελαστός ο Γρηγόρης, παρά την κακοτροπιά, πηγαίνει στο πέμπτο μ’ έκτο ράφι τού τακτικά φορτωμένου εμπορικού τοίχου, πιάνει δυο και τις τυλίγει σε ένα πολύχρωμο, γεμάτο ζωντάνια και παιχνίδισμα χαρτί αμπαλάζ. Όπως πάει να κινήσει για την ταμειακή, πετάγεται πάλι το νιάνιαρο με βλέμμα κάπου στο βάθος του μαγαζιού και λαλιά χαμένη:
«Έχετε μήπως κι αυτά που φορούν στα δάχτυλα οι γυναίκες για να μην τρυπιούνται απ’ τις βελόνες στη ραφτική;»
«Δαχτυλήθρα θες!», είπε κι έπιασε ένα κουτί με πλημμύρα από δαύτες, σε χρώματα διάφορα και μεγέθη. Πώς να διαλέξει το μικράκι την πιο χαριτωμένη, πώς να μπει στο μυαλό και τις διαστάσεις των χεριών της νοικοκυράς γιαγιάς; Βουτάει μια ασημένια και μια πιο χρυσή, τις αφήνει στον γυάλινο πάγκο με την πραμάτεια και χαζεύει –ώσπου να διπλωθούν κι εκείνες στο χαρτί- τα πορτοφόλια, τις κάθε λογής θήκες, ένα σωρό εργαλεία της καθημερινότητας στοιβαγμένα ζηλευτά σε προθήκες, πράγματα απλά, που γίνονταν πειρασμός για κάθε ηλικία.
Προς το ταμείο, ανοίγει την παλάμη και απιθώνει κάμποσα κέρματα στη χούφτα του καταστηματάρχη. Έπειτα αρχίζει να επεξεργάζεται αυτό το μεγάλο, τεράστιο για το μπόι της μολύβι, αναρωτιέται πώς μπορεί να γράψει κανείς μ’ αυτό. Μένει με την περιέργεια, παίρνει το μικρό σαν τουριστικό, νάιλον τσαντάκι και αποχωρεί.
Μέχρι και τις αρχές του 2014, περίπου δώδεκα χρόνια μετά, η νεαρή, η έφηβη, η κοπέλα, το επισκέφτηκε κάμποσες φορές ακόμη το μικρομάγαζο. Πήρε φερμουάρ για εκείνα που ξηλώθηκαν, πήρε μπαλάκια που εκτονώνουν το άγχος, πορτοφόλια, τσιμπιδάκια, φουρκέτες για τους κότσους, είδη οικοκυρικών… Ώσπου ο Παπόρης «έφυγε» και το «μαγαζί των θαυμάτων» έκλεισε. Τα άπειρα μπιχλιμπίδια, τα όμορφα ψιλικά, κλείστηκαν πίσω απ’ τα σιδερένια ρολά μιας άλλης δεκαετίας, που αποσώθηκε χάρις τον Γρηγόρη Συριώτη, και το γεμάτο καλοσύνη κι ευγένεια χαμόγελο αυτού του ανθρώπου δε θα ξεστρατίσει στην Αφαίας από δω και πέρα, δε θα προϋπαντήσει τους πελάτες στη στολισμένη με ποιήματα πόρτα. Ηχηρή η απουσία του «Παπόρη» και της εποχής του στα πέριξ.
Ένας ψηλός, κοτσονάτος ογδοντάρης με κουστούμι και τραγιάσκα, ψωνισμένος, με δυο σακούλες στα χέρια, κοιτά από μακριά τα κατεβασμένα ρολά και το άψυχο πεζοδρόμιο. Σαλεύει να δει τι απογίνονται κείνα τα τετραγωνικά, τόσες μέρες μετά τον ξαφνικό χαμό του γνωστού του (;), του φίλου του (;). Φτάνοντας μπρος στην πόρτα σταματά, καλοκοιτά το μέρος και μονολογεί: «Αχ βρε Γρηγόρη… Αχ βρε Γρηγόρη…» Τρεις λέξεις που επαναλαμβάνονται κι ένας στεναγμός που δε λογαριάζει μήτε τριγύρω βλέμματα, μήτετα μερόνυχτα που’ χαν περάσει από το «τελευταίο αντίο».
Είναι η αλήθεια, πως όσο στέκει το εμπορικό του, ένα κομμάτι της ζωής του, ο ίδιος δε θα παραδοθεί στη λήθη, είναι ολοζώντανη η φιγούρα του Γρηγόρη του «Παπόρη» ακόμη στην Αίγινα, και θ’ αργήσει να χαθεί σα θύμηση.
Τόνια Ζαραβέλα







