(12 Αυγούστου 1931 – 23 Φεβρουαρίου 2014)
…τέσσερις μήνες χωρίς τη σιγουριά ότι όσο μπερδεμένος κι αν είσαι, χαρούμενος, σαστισμένος ή θυμωμένος, θ’ ανέβεις στο “βουνό” να τον δεις και – έστω για διάλειμμα – θα δεις μαζί κι όλη σου τη ζωή από άλλη πάντα. Γιατί στον χειροποίητο κόσμο του τα μεγέθη σε ξάφνιαζαν, τίναζες το κεφάλι, τα μάτια σου πήγαιναν μια δω μια κει, κι ανακάλυπτες, συνέχεια, καινούριους τόπους και δρόμους της καρδιάς.
DAVID KENNEDY: ΕΝΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΣΜΙΛΕΥΕΙ ΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ ΤΟΥ
…Γόνος αστικής αγγλικής οικογένειας, διαχώρισε από νωρίς τη θέση του με τα ασφυκτικά προνόμια της καταγωγής του. (Μέχρι σήμερα, στα 79 του χρόνια, ο πιο συχνός εφιάλτης του είναι η θητεία του ως μαθητής στο public school όπου σύμφωνα με την κοινωνική του τάξη χρειάστηκε να φοιτήσει). Μετά από κάποιες εφηβικές αποδράσεις στην κοντινή Γαλλία, ακολουθεί τον γιατρό πατέρα του στη μετεγκατάστασή του στη Νέα Ζηλανδία. Εκεί ανεξαρτητοποιείται πλήρως, από οποιαδήποτε ακαδημαϊκή βλέψη των οικείων του γι αυτόν. Δουλεύει νυχτερινή βάρδια σε εργοστάσια, οδηγός σε νταλίκες, παίρνει μέρος σε αποστολή στην Ανταρκτική, ώσπου καταλήγει δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα. Ταυτόχρονα ξεκινάνε οι πρώτες ζωγραφιές – τοιχογραφίες στο μπαράκι που συχνάζει ή σκίτσα για την εφημερίδα του. Στις αρχές του ’60 έρχεται με την τότε γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά στην Ελλάδα για επίσκεψη – η οικογένεια κάποτε φεύγει, μα όχι κι ο Ντέηβιντ. Η Πλάκα με τις φτωχικές μονοκατοικίες, τα ταβερνάκια με το κατοσταράκι τη ρετσίνα και το πιάτο τις ελιές, η αλληλεγγύη της γειτονιάς, χρειαζόσουνα κάτι κι έτρεχαν όλοι να το προλάβουνε: είχε βρει τη γη της επαγγελίας του.
Λατρεύει τη γλώσσα, τους κάτοικους, την ιστορία και την ιδιοσυγκρασία τους. Ως αληθινός εραστής, δεν κάθεται να σταθεί μάρτυρας της εκπόρνευσης του ονείρου.
Το ΄72 μετακομίζει στην Αίγινα όπου γνωρίζει την δεύτερη σύζυγο και παντοτινή του σύντροφο, τη Μάγια Κένεντι. Μαζί αγοράζουν ένα μεγάλο κτήμα στο ορεινό χωριό Σφεντούρι. Δεν υπάρχει ακόμα δρόμος, με γκρέηντερ κουβαλάνε τα υλικά με τα οποία θα χτίσει μόνος ο Ντέηβιντ το μεγαλύτερο γλυπτό του, το σπίτι που θα τους στεγάσει μαζί με το γιο τους, τον μικρό τότε Ιάσονα Δεν υπάρχει ακόμα ούτε φως: λυσσαλέα ποδηλατούν ο Ντέηβιντ και ο οκτάχρονος Ιάσονας για να πάρει μπρος η γεννήτρια που θα βάλει σε λειτουργία το χυτήριο. Η γη της επαγγελίας έχει μετουσιωθεί σε έναν προσωπικό χωροχρόνο: φως, θάλασσα, ελιές, πετεινά και κατσίκια, συν ένα τεράστιο εργαστήρι φτιαγμένο από τα χέρια του, που πάνω από τη γυάλινη τζαμαρία γράφει «ο βίος βραχύς η δε τέχνη μακρά». Τα έργα βγαίνουν το ένα μετά το άλλο, γλυπτά, πίνακες, μάσκες για παραστάσεις φίλων που παίζουν κουκλοθέατρο, απίστευτες κατασκευές με χειροκίνητες ροκ μπάντες, ξύλινες βιβλιοθήκες με φτερωτές καρδιές για επιστέγασμα. Στο σπίτι συρρέουν σμήνη δημιουργικών ανθρώπων, κιθαρίστες, ποιητές, λογοτέχνες, αλλά και γείτονες βοσκοί, αλβανοί οικοδόμοι, ή νέα παιδιά, φίλοι του Ντέηβιντ και της Μάγιας όσο και του Ιάσονα. Όλοι βρίσκουν την ίδια υποδοχή και την ίδια φιλοξενία. Αυτάρκης, ο καλλιτέχνης αποκόπτεται από κάθε επαφή με την σύγχυση του έξω κόσμου. Είναι πάνω από τριανταπέντε χρόνια που δεν έχει κατέβει έστω στο καφενείο για ένα καφέ. Δεν έχει ιδέα για σκάνδαλα και διαφθορές και εθνικές χρεοκοπίες. Εφημερίδες δε φτάνουν στα χέρια του, την τηλεόραση τη ξέρει μόνο από μια φορά που παρακολούθησε σε φιλικό σπίτι ταινία του Τσάπλιν σε DVD. Απλός, καθαρός, έχει την πολυτέλεια να είναι όσο ευαίσθητος αισθάνεται. Τα μεσημέρια, κάθεται στο μοναστηριακό τραπέζι με γυρισμένη την πλάτη στα μεγάλα παράθυρα και το απέραντο θαλασσινό μπλε. «Μερικές φορές τόση ομορφιά σε πληγώνει», λέει και σφίγγει τα χέρια πάνω στο στήθος για να δείξει πόσο το εννοεί…
Βικτωρία Τράπαλη
Οι φωτογραφίες είναι του Μάκη Πολυκράτη
από: sxediarchive
Τα δυο βιντεάκια που ακολουθούν είναι το 1ο του Β. Βασιλάκη από παράσταση με μαριονέτες του Ντέηβιντ το 2000, και το 2ο του Γ. Καλοκέντη από την έκθεση γλυπτικής την άνοιξη του 2011 στο Λαογραφικό Μουσείο Αίγινας.