Παλιά εμπόρισσα η Α.Π.Χ., πέρασε όλα της νιότης της τα χρόνια στα πάρε-δώσε με τους Αιγινήτες. Έκοψε αβέρτα πήχες μπλε υφάσματος να «στρωθούν» στη μαθητιώσα νεολαία οι σχολικές ποδιές, έγραψε και ξέγραψε με μπλε μελάνια στα τότε τεφτέρια, και με τα τζετζερέδια των ραφιών της προικίστηκαν τόσες κόρες του νησιού. Σήμερα, στα πίσω-πίσω θυμάται και γελά τις κατεργάρες και τις νοικοκυρές, το υποχρεωτικό και τακτικό από τη δημαρχεία -υπ’ ευθύνη του μαγαζάτορα-ασβέστωμα των πεζοδρομιών και στοχάζεται πως ήταν η ζωή πριν μπουν οι κάδοι των σπουπιδιών στους δρόμους της Αίγινας που έζησε. Μπορεί να μη βαστάζει ο νους της πολλά σύγχρονα της ζωής δεδομένα, αλλά έχει τη δύναμη να ξεκλειδώνει τις θύμησές της, να παρλάρει ιστορίες εύθυμες και έγχρωμες της βιοπάλης, να συγκινείται για τα περασμένα χρόνια, και να γελά από καρδιάς για τα παθήματα των … «μισοκούτελων» της εποχής.
Η ιστορία που μας διηγήθηκε προχθές μάς πάει πολύ πίσω. Κάπου στη δεκαετία του ’60. Οι φυλακές της Αίγινας σφύζουν από ζωές πολιτικών, και ποινικών, κατ’ επίφαση και ουσία κρατουμένων. Οι συγγενείς τους στο επισκεπτήριο της Κυριακής προμηθεύονται και τους πηγαίνουν σώβρακα, φανέλες, κάλτσες, απ’ τ’ ανοιχτά εμπορικά μαγαζιά της Αίγινας. Από κάθε μπάντα του νησιού γυναίκες με τσεμπέρια, δουλευτάδες, νοικοκυραίοι και μπεκρήδες κατεβαίνουν με τα γαϊδούρια στην αγορά του νησιού· μετά την κυριακάτικη θεία λειτουργία κάνουν τις αγορές τους και παίρνουν και πάλι τη στράτα για το σπίτι τους, πιθανώς με μια ενδιάμεση βόλτα.
«Όταν κατεβαίναν οι άντροι χέσι-φέσι τις Κυριακές τούς έκαναν μεγάλο κάζο. Μας έπαιρναν τα γέλια όλους στην αγορά. Έτσι όπως ζαβλακωμένοι έκαναν το δρόμο τους ζίκ και ζακ, μπρος τα πόδια τους τούς πετούσαν οι άλλοι εμπόροι τα κανάτια, και εκείνοι τρόμαζαν, τους βλαστημούσαν «τον Αντίθεό σου», κι όπως το’ καναν μέσα στη ζάλη του πιοτού τους, με τόνα πόδι εδώ και τ’ άλλο εκεί, σκάγανε στα γέλια οι καταστηματάρχες», σείεται ολόκληρη από τα γέλια. «Βλέπεις, μάτια μου, τότε κανάτια πουλούσανε παντού, και να’ ταν μόνο τα καΐκια που’ χετε δει στις φωτογραφίες… Δεν είχαμε ψυγεία οι πολλοί, βάζαμε το νερό στα κανάτια, και τ’ αφήναμε όξω στο παραθύρι, στη δροσά, να μας δροσίσει κι εμάς όταν έρθει η ώρα και το πιούμε».
Μας ρωτά στο τέλος-τέλος: «Σήμερα μεθάνε έτσι οι άντροι;;;»
Τόνια Ζαραβέλα
φωτογραφία από το Μουσείο Μπενάκη







