ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Τα Παραμύθια της Ταρσόνιας – “Ο Παραμυθάς και η Χαρόντισσα”

Written by aeginalight

Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ο κόσμος ήταν αλλιώς και θεοί και δαίμονες ζούσαν με τους ανθρώπους

του Ανδρέα Δερμάτη

Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ο κόσμος ήταν αλλιώς και θεοί και δαίμονες ζούσαν με τους ανθρώπους, ζούσε κι ένας παραμυθάς φορτωμένος παραμύθια που γυρνούσε από χωριό σε χωριό κι από δημοσιά και δημοσιά τις μέρες του, και τις νύχτες του από ταβέρνα σε καπηλειό, λέγοντας τα παραμύθια του σε όποιον απαντούσε στο δρόμο του.
Μικρούς ή μεγάλους, παιδιά ή γέροντες, με ιστορίες για πράγματα αλλόκοτα και μαγικά και ηρωικά ανθρώπων κατορθώματα, μάγευε τις ψυχές των ανθρώπων κι εκείνοι χαίρονταν σαν τον ‘βλέπαν να μπαίνει στο χώριο ντυμένος με το παλιοσκονισμένο πανωφόρι του, παίζοντας το λαούτο του και τραγουδώντας στίχους απ’ τα παραμύθια του.
Τον καλωσόριζαν οι χώρικοι, τον ξεδιψούσαν και τον καλοτάιζαν. Εκείνος γι’αντάλλαγμα, τους αφηγόταν ιστορίες απο τις πιο μακρινές χώρες του κόσμου, που λίγα μάτια τις είχαν δει. Για ώρες εξιστορούσε ο παραμυθάς,ολημερίς, μα και τ απόβραδα γύρω απ’την φωτιά που τσίκνιζε απ’τους μεζέδες και καλόπιοτο,δροσερό κρασί για να δροσίζεται η γλώσσα του και να λέει. Ακούραστο το στόμα του παραμυθά, μα και αχόρταγα τ’αυτιά των χωρικών.
Σαν πέρναγαν οι μέρες και σηκωνόταν ο παραμυθάς να φύγει,δεν τον άφηναν οι χωρικοί να πάρει το στράτι του αν δεν τους έδινε υπόσχεση πως δε θ’αργήσει να περάσει ξανά από τον τόπο τους κι εκείνος τους παίνευε για την καλοσύνη τους και τη φιλοξενία τους.
Μια μέρα που περπάταγε ο παραμυθάς κι έπαιζε το λαούτο του για παρέα, να σου βλέπει από μακριά μια Χαρόντισσα να γεμίζει τα κανάτια της νερό απο μια κρύνη..”Γειά σου κυρα- Χαρόντισσα” της λέει,”γεια σου κι εσένα ξένε”, αντιχαιρετά η χαρόντισσα, “Τι χαμπάρια;” τη ρωτάει ο παραμυθάς, “Να, εδώ, κουβαλάω νερό στο καλύβι γιατί σε λίγο θα γυρίσουν τα βλαστάρια μου τα χαροπαίδια μου απ’ τις δουλειές και θα’ ν’ κατάκοπα και να τους έχω δροσερό νερό να ξεπυρώσουν, να φάνε μια μπουκιά ψωμί και να πλαγιάσουν να ξαποστάσουν”. “Πόσα παιδιά έχεις κυρα-Χαρόντισσα;” ρώτησε ο παραμυθάς, “Τρία,ζωή να’χουν” -του λέει εκείνη- “τρία βλαστάρια ίσαμε’κει πάνω, ψηλά και μαύρα πιότερο κι απ’τη νύχτα. Το πρώτο μου, ο μεγάλος, μου μαζεύει τις ψυχές.Το δεύτερο, το καμάρι μου, τις κουβαλά ως το ποτάμι και το τρίτο μου, το στερνοπαίδι μου, τις κουβαλά με την βάρκα απέναντι, στον άλλον κόσμο. Μάνα άλλη, τέτοια καμάρια δεν έχει. “Χαρά σε σένα κυρα-Χαρόντισσα και ζωή να’ χεις να τα χαίρεσαι τα βλαστάρια σου”, της απαντάει ο παραμυθάς.
“Για στάσου”, του λεέι η Χαρόντισσα, “τι κάθεσαι και μου μιλείς, μπας και ζύγωσε η ώρα σου και δεν το πήραν χαμπάρι τα παιδιά μου;”
“Κυρα-Χαρόντισσα και μαράζι δεν το’χω κι αν ζύγωσε η ώρα μου.Ζήσω ή πεθάνω, στόμα να’ χω μόνο παραμύθια να λέω”, απάντησε ο παραμυθάς.
“Μωρέ, μιας και μαράζι δεν το βάνεις αν ζύγωσε η ώρα σου, δεν έρχεσαι στο καλύβι μου να πεις κανά παραμύθι στα βλαστάρια να τα ξεσκάσεις που τα’ χει φάει η δουλειά;”.
“Και δεν έρχομαι” -της απαντάει εκείνος-” τι άνθρωποι, τι χάροντες, αυτιά να’ χουνε παραμύθια ν’ ακούνε”

Περνούν, λοιπόν,το μονοπάτι, και μια και δυο φτάνουν στην καλύβα. Η κυρά Χαρόντισσα βάζει τον παραμυθά να κάτσει και του βγάζει φίλεμα μια τσανάκα καρύδια, κατσικίσιο τυρί, φρεσκοψημένο ψωμί κι ένα ξέχειλο καρτούτσο κρασί, απ’ το καλό βαρέλι, για να φχαριστηθεί και να λυθεί η γλώσσα του.
Δεν πρόλαβε να αποφάει ο παραμυθάς και να σου τα χαροπαίδια, τρεις χάροντες ίσαμε ‘κει πάνω και κατάμαυροι πιότερο κι από νύχτα. Νίφτηκαν και κάτσαν στο τραπέζι, αντίκρυ στον παραμυθά. Η Χαρόντισσσα τους έβγαλε από μια τσανάκα καρύδια, κατσικίσιο τυρί, φρεσκοψημένο ψωμί κι από ένα ξέχειλο καρτούτσο κρασί, να φάνε και να ξεδιψάσουν από τον κάματο της δουλειάς. Με την πρώτη μπουκιά ψωμί που βάλαν τα χαροπαίδια στο στόμα τους ο παραμυθάς άρχισε να λέει….
Όλη τη νύχτα ο παραμυθάς αφηγότανε τα θαύματα του κόσμου, είπε για χώρες μακρινές που όνομα δεν έχουν, για θάλασσες που τρομερά θεριά στα βάθη τους κουρνιάζουν. Είπε για θαυματοποιούς και για κοπέλες όμορφες με ξύλινα ποδάρια, για κωμικούς αλλόκοτους με κοφτερό μυαλό. Για φαντασμένους άρχοντες δίχως μυαλό καθόλου. Όλη τη νύχτα έλεγε κι έπαιζε το λαούτο.
Σαν χάραξε η αυγή τη νέα μέρα οι Χάροντες κάμαν να ξεκινήσουν για δουλειά. Σηκώθηκε ο πρώτος, ο μεγάλος, κι ευχή δίνει του παραμυθά. “Να ζήσεις”… λέει του. Ξοπίσω ο δεύτερος… “Βόηθα κι άλλους να ζήσουν”.. του λέει τούτος. Έσυρε κι ο μικρότερος και στ’ αφτί του λέει.. “Στη ζωή, ζωή να εύχεσαι”.. και φύγανε να πάνε στη δουλειά τους. Πήγε κι η Χαρόντισσα κοντά και λέει του παραμυθά, “Άντε να παγαίνεις και συ τώρα κι ώρα σου δε ζύγωσε ακόμα, μα σαν έρθει θα σε ξαναδώ και μιας κι απ’ αυτό
δεν μπορώ να σ΄απαλλάξω, γιατί αυτό είναι το φυσικό κι αλλιώς δε γίνεται, μα για τη χάρη που μ΄έκανες, αντιχάρη σου δίνω…. ζήσεις..πεθάνεις παραμύθια να λές κι όσοι τ’ ακούνε κι αυτοί να τα λένε μα εσένα να μνημονεύουν,”

Κι έδωσε του παραμυθά ένα ταγάρι γεμάτο καρύδια, κατσικίσιο τυρί, φρέσκο ψωμί και ένα ασκί γεμάτο κρασί απ’ το καλό βαρέλι. Τον ξέβγαλε από την πόρτα για να συνεχίσει το μακρύ του ταξίδι στα παραμύθια. 

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.