ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Το σύννεφο εστάθηκε πάν’ από τη Βαγία

Written by aeginalight

Στη βορεινή πλευρά της Αίγινας βρίσκεται η Βαγία και είναι το ομορφότερο απ’όλα τα χωριά της. Τον Πειραιά έχει αντίκρυ της, πίσω τον Ναό της Αφαίας.

της Ιουλίας Χαρπίδου,
από το βιβλίο «Το τραγούδι του σπασμένου Ροδιού»

 

Στη βορεινή πλευρά της Αίγινας βρίσκεται η Βαγία και είναι το ομορφότερο απ’όλα τα χωριά της. Τον Πειραιά έχει αντίκρυ της, πίσω τον Ναό της Αφαίας.  Από το λόφο τ’ Αη Λιά χαράζει η Ημέρα κι ο ήλιος το σούρουπο χάνεται πέρα από τις Λαούσες. Δέκα – δώδεκα σπίτια το πολύ, είχε δεν είχε τότε, που ξεπροβάλαν κάτασπρα μέσ’ από τα μποστάνια. Ένας πανύψηλος Φοίνικος καταμεσίς του κάμπου βολόδερνε και χτυπιότανε με όλους τους ανέμους “Κορμά” τον ‘λεγαν…

–       Από το δεντρί αυτό! κόρη μου, είπε η γιαγιά, το όνομά της πήρε η Βαγία…  Γιατί τα φοινικόκλαδα, λέγαν οι παλαιοί “Βάια”. Δεν ξέρεις ότι τον Χριστό τον ρέναν μετά Βαΐων και κλάδων;

–       Μα ναι φυσικά, την Κυριακή των Βαΐων, απάντησα με κολλημένα τα μάτια μου κάτω.

–       Μάθια μου, φώναξε ο παππούς, τα χοντρά του τα κλαδιά εμείς τα πελεκάμε και καϊκάγια φτιάχνουμε, βαρκούλες, τρεχαντήρια.  Σαν τον φελλό είν’ αλαφριά και στον αφρό επιπλέουν…  Ε… και που να δεις το παιδολόι να πλατσουρίζει στη θάλασσα με δαύτα. Ξέρεις τι ωραία που ‘ναι;  Αν μαγκιώρος είσαι σ’ αυτά, για ψεύτικα δε μοιάζουν…  Να ο Φαμέλης ο Παναγής πρώτος τεχνίτης ήταν.  Τις βάρκες, μάθια μου, που ‘φτιαχνε άμα τις είχε τώρα, ένα στόλο ολάκερο θα ’χε στην κατοχή του.  Γέλασε κι έκλεισε το μάτι στο Φαμέλη…. 

–       Τούτη η περιοχή είν’ του Κάλαβρου, κι αυτά τα χτήματα του Σερέτη. Φώναζ’ ο Μπάρμπα  Γιάνναρος δείχνοντας προς τη Δύση.  Σκόρδα και παρθενόκρινους φυτεύουμε ολούθε, όπου πιάνει το μάτι σου.  Άμα έρθει η ώρα τους; Εγώ! Τα εμπορεύομαι στον Περαία πέρα.

–        Σκόρδα; Άκουσα καλά;

–        Πολύ καλά εσύ άκουσες, τα Αιγηνίτικα σκόρδα, μάθια μου, μαζί με τα κανάτια της, έχουν αφήσει εποχή.

Απάντησε ο Τριπόκολος, χτυπώντας με στον ώμο.

Το μικρό ξωκκλήσι τ’ Αη Λιά δέσπόζε πάνω στο λόφο.
Φάνταζε  μίλια μακριά πνιγμένο μέσ’ τα πεύκα.
Ένα μονοπάτι άγριο γεμάτο ασπαλάθους
σ’ έφερνε έως την κορυφή στο κάτασπρό εκκλησάκι.

–       Το ‘δες, το ‘δες μάτια μου, το ξωκκλήσι τ’ Αϊ Λιά; με ρώτησε ο παππούς ο Τριπόκολος.  Οι Παυλίδες το χτίσανε να βλέπει τη Βαγία, να βλέπει και να τη φυλά απ’ το κακό δαιμόνιο.

–       Να ‘χεις την ευχή μου, γιόκα μου μιας και βρεθήκαμ’ επαδά λίγο κατέβασέ μας,  τον  Άγιο  να προσκυνήσουμε, χάρη σου το ζητάω. Φώναξε στο θείο Νίκο η Γιαγιά.

–        Γιατί όχι βρε μάννα, σιγά το πράγμα.

Με μιας κάνει ο θείος μια στροφή και στην κορφή μας καθίζει. Αντίκρυ όλοι βρεθήκαμε στο μικρό εκκλησάκι.

–       Λειτουργιέται, κόρη μου, κάθε 20 Ιούλη στη χάρη του, βοήθειά μας.  Μα πού και πού, όλο κάποιος έρχεται τα καντήλια ν’ ανάψει.

Είπε η Γιαγιά, σταυροκωπήθηκε και τραβώντας με απ’ το χέρι στο ξωκλήσι μπήκαμε. 

Η Φτώχια του και η Γύμνια του μονομιάς αλλάζουν
σ’ ακτινοβόλα ομορφιά, σε μαγεία σε μυστήριο,
όταν δειλά – δειλά – δειλά του Ήλιου οι ακτίνες
απ’ τη σχισμή του Ιερού μπαίνουνε και φωτίζουν
εικόνες, μανάλια, θυμιατά. 
Τότε η ψυχή σου χάνεται σ’ αβέβαια μονοπάτια
σαν την ομίχλη πρωινού π’ Ήλιος την αφανίζει
και χαίρεσαι και υμνολογείς και δοξάζεις τον Πλάστη
που πάλι σε αξίωσε νάρθεις να προσκυνήσεις. 

Κάτσαμε στον αυλόγυρο, στις ασπρισμένες πέτρες. Χαζεύαμε τη θάλασσα και τα τζάκια που καπνίζαν, χαζεύαμε και τα πουλιά που πάνω μας πετούσαν.

–       Δίπλα είναι ο λόφος του Ραπανά, πίσω του Παπαλέου, απ’ τη μεριά του Ιερού είναι του Πεντικούλη, φώναξε ο θείος Νίκος δείχνοντας μου ΟΛΑ γύρω.

–       Ε!  Από πεύκα άλλο τίποτα!!  είπα με θαυμασμό.

–       Ναι φυσικά, μόνο που ο Ραπανάς έχει λαδανιές και θυμάρια ενώ ο Πεντικούλης, μάτια μου, έχει ελιές κι αμπέλια.  Να φας θυμαρίσιο μέλι από τα δω να γλύφεις τα δάχτυλά σου και άντε τσαμπούνα μου ότι θες.

–       Ανεβάτε και φύγαμε, γιατί μας πήρ’ η ώρα!!! Φώναξ’ ο παππούς Νταγιαννάκος. Και βρεθήκαμε πάλι ΟΛΟΙ στο σύννεφο πάνω.

«Πω! Πω! Πόσο όμορφα φαντάζουν ΟΛΑ!!», μονολόγησα.

–       Πως είσαι, Μάθια μου; καλά;  μπας και φοβάσαι πάλι;  Φώναξ’ η Γιαγιά Παναγιούλα σφιχταγκαλιάζοντάς με.

–       Καλά, καλά είμαι Γιαγιά, μια χαρά θρονιασμένη. Τώρα δα που βολεύτηκα, δεν το κουνάω ρούπι.

–       Λοιπόν, ανιψιά, όπως βλέπεις πετάχτηκε πάλι ο  θείος Νίκος, δύο δρόμοι διαφορετικοί σε φέρνουν στη Βαγία, ο ένας είν’ από το Μισαγρό κι άλλος απ’ τους Αγίους.  Να στο πηγάδι κοίταξε, οι δύο γίνονται ένας.  Τούτος μακραίνει μάτια μου πολύ, ώσαμε τον Τούρλο φτάνει.

–        Και βάλε!!!!  πετάχτηκε ο θείος Γιώργος.  Γιατί δε μας λες, μωρέ μαύρε μου, πως περνάει τη Γαλέα, περνάει τα Ξεροπήγαδα, και στ’ Απόνησο φτάνει;

–       Πες το ψέματα!!  μα αργότερα θα πω γι’ αυτά, γιατί τούτα τα χώματα έχουν Ιστορία μεγάλη.

–       Κατάλαβα, κατάλαβα, συνέχισε ν’ αρμενίζεις, είπε ο Γιωργής κουνώντας το κεφάλι και μού ‘ριξε μια παράξενη ματιά.

«Μα τι κρύβει τούτη η ματιά; Τούτ’ η μελαγχολία; Τούτα τα μάτια με βλέπουνε και είναι έτοιμα απ’τον πόνο να βουρκώσουνε» αναρωτήθηκα.

–       Ανηψούδι, ανηψούδι, φτάσαμε στο ποτάμι, φώναξε ο θείος Νίκος.

Κοιτώ και τι να δω; Ένας χείμαρρος! Το χωριό έκοβε στα δυο.

–       Εδώ είναι η Λίμνος φώναξε ο παππούς ο Νταγιαννάκος. Κοίταξε κόρη μου καλά, τούτο δω το ποτάμι τώρα είν’ ένας χείμαρρος που μόνο κρίνοι ανθίζουν, κειδά κατά το Μάιο μοσχοβολάει ο τόπος.   Μέσα σ’ αυτές τις καλαμιές τα βούρλα και τα φύκια, πουλιά, βατράχοι, νερόφιδα έρχονται και φωλιάζουν. Να ζευγαρώσουν θέλουνε κι αρχίζουν τα τραγούδια.  Ακούς τα κελαηδίσματα που τα μυαλά σου παίρνουν. Βλέπεις βατράχους να πηδούν πουλάκια να πετάνε, βλέπεις κανά κολιστραβά μέσ’ απ’ τις χλωρασίες να βγάζει τη γλωσσάρα του να χάφτει τους σκλιπώνους. Μα έτσι και βρέξει για τα καλά, τούτος εδώ κακιώνει και παρασέρνει μονομιάς ότι βρει ΜΠΡΟΣ  του.  Πέτρες, δέντρα, ξερόκλαδα και τις σοδειές ακόμα.  Γεμίζει τότ’ η θάλασσα λογής – λογής σκουπίδια….  Γι’ αυτό και προσευχόμαστε, Θεός να μας φυλάει, μη πλημυρίσ’ ο ποταμός και χάσουμε το Βιός μας. 

–       Τι κάνετε τότε παππού;

–       Κάνουμε; Τι να κάνουμε κόρη μου;  την ΤΥΦΛΑ ΜΕΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ!!!  ‘πομονή τι άλλο και φτου και απ’ την αρχή.  Άμα θες κάνε κι αλλιώς.

Πάλι καλά, σκέφτηκα, που δεν χάνουν το κουράγιο.

Μι’ αμμουδερή ακρογιαλιά, με τσιντρούς, αρμυρίκια, καλαμιές, βούρλα κι απομονές στο Λιμιονάρι σ’ έφτανε. Πάντα σ’ αυτή την αμμουδιά, ξυπόλυτη περπατούσα κι άφηνα τις πατημασιές στη νωπή άμμο πάνω.  Κοχύλια μάζευα μικρά που κρέμαγα στο λαιμό μου και με καλάμι σχεδίαζα Ήλιους –  Άστρα – Φεγγάρια.  Μα το κύμα ερχότανε και τα ‘σβήνε για πάντα. Βάρκες και ψαροκάικα, μπλε, κόκκινες, άσπρες,που’ χαν αγίων ονόματα, στο μώλο με τα πέτρινα μπλόκια ήσαν δεμένα.

–       Εδώ, παιδί μου, εδώ!!  φώναξ’ ο παππούς ο Νταγιαννάκος: Λογής – λογής πλεούμενα σκούνες και τρεχαντήρια φέρναν και ξεφορτώνανε τους Λόρδους, που απ’ τα ξένα, ερχόσαντε στον τόπο μας τ’ αρχαία να θαυμάσουν, και γυρνώντας το κεφάλι του, μου γνέφει να δω το Ναό της Αφαίας…  Από δω δας τους ζεύανε, πάνω στα ζωντανά τους, μουλάρια ήτανε αυτά, φοράδες ή γαϊδούρια, οι αγωγιάτες χωρικοί.  Και όλοι μαζί τραβάγανε ντουγρού για τις ΚΟΛΩΝΕΣ, όπως λέγουν οι ντόπιοι μας τα Μάρμαρα ετούτα, τ’ αρχαία Ερείπια, του Ναού της Αφαίας.  Ότις απέμεινε δηλαδής από τα κλοπιμαία, αφού οι Λόρδοι στις πατρίδες τους για λάφυρα επήραν.  Αγανακτισμένος φώναζε, κουνώντας το κεφάλι κοιτάζοντας με θλίψη το Ναό που δέσποζε στο λόφο.

Δίκιο – δίκιο μεγάλο έχει μ’ αυτή την ώρα τι του λες, σκέφτηκα σιωπηλά.

Πίσ’ από το Λιμιονάρι, μια Ξέρα ήταν μ’ αχινούς, στρόμπλους, κάκαρα, κόλες.  Τα μάτια τους δεκατέσσερα, είχαν όλοι οι ψαράδες, μη στραβοτιμονιάσουνε και πέσουνε επάνω.

–       Να επαδά, κορίτσι μου, έχασε τη Ζωή του ο Σάββας, είπε η Γιαγιά.  Στα καλά του καθουμένου, μέσα στα μάτια όλων μας, του ‘ρθε μια αντιφάλτα κι έπεσε και φουντάρισε, στον πάτο της θαλάσσης.  Πολύ θέλει το κακό να γενεί;.. Όταν πια τον τραβήξανε…. Ήταν πληγουριασμένος.  Όλοι – όλοι τον κλάψαμε, κι άλλοι τον κλαιν’ ακόμα.  Κοίτα τον, πίσω κάθεται και σου χαμογελάει!

Και με το που στρίβω το βλέμμα τι βλέπω;  «Το Σάββα που με κοίταζε κι έλαμπ’ απ’ τη χαρά του».

–       Πω!  Πω!  Τι κούκλος ειν’ αυτός;  Και τι λεβέντης άντρας;  Τι μάτια;  Τι κορμοστασιά;  Τι χείλη;  και τι μπράτσα;  Ο Χάρος τον εζήλεψε, τον έκανε δικό του. Γραφτό του ήτανε νωρίς απ’ τη Ζωή να φύγει. Αναλογίστηκα κι ένας κόμπος στάθει στο λαρύγγι μου. Δεν άντεξα, δεν άντεξα και λύθηκα στο κλάμα. 

Τότε αυτός πλησίασε, χάιδεψε τα μαλλιά μου και μου ψυθίρισε στ’ αυτί:

–       Ας το αυτό, επέρασε, κοίτα, κοίτα ΜΠΡΟΣΤΑ σου.

Διάπλατ’ άνοιξα τα μάτια μου κι ο Σκασμένος Βράχος ορθώνονταν ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ.  Κει που τη Γη λίγο – λίγο την καταπίνει  η θάλασσα.  Πίσω τ’ άγρια βράχια του Μαυρομούτσουνου παραδίπλα τα πασπαρένια Βράχια.

–       Κόρη μου, εδώ κατά το σούρουπο, πολλοί έρχονται και θαυμάζουν τον  Ήλιο, που κατακόκκινο τον ουραν’ όλο βάφει και χάνεται στο Πέλαγος πισ’ από τις Λαούσες, είπε ο παππούς και μου ‘δειχνε τον Ήλιο που άρχισε σιγά – σιγά να βασιλεύει.

Πράγματι…  Τούτη η πορφυρένια ώρα, σου διώχνει κάθ’ έννοια, σου γαληνεύει την ψυχή.
Εδώ έρχονται Νιοι και κοπελιές κι ερωτεύονται
Εδώ έρχονται κι ονειρεύονται.
Εδώ σιγοτραγουδάνε, γελάνε, μουρμουρίζουνε.
Εδώ κλαίνε κι αναστενάζουνε
Εδώ αγκαλιάζονται και λατρεύονται
Εδώ τους καημούς στα κύματα λένε.
Κι αυτά πότε άγρια και πότε γαληνεμένα
τους απαντούν στο γνώριμο ρυθμό.
Εδώ και εγώ τραγούδαγα τα όνειρά μου.
Ώσπου ο Ήλιος χάθει στην άκρη του ορίζοντα.

–       Κάποιοι, παιδί μου, είπ’ ο παππούς, πολλές φορές στα βράχι’ αυτά ολομόναχοι αγναντεύαν, τα τρεμουλιαστά φώτα του Πειραιά.  Λαχτάραγαν να λυτρωθούν απ’ της γης την αιχμαλωσία. Να ξεγατζωθούν απ’ τη μοναξιά και την πλήξη της επαρχίας.  Θέλανε να ξενιτευτούν. Εκεί να παν’ να ζήσουν, στης Πολιτείας τη Βουή και τη νεκρική βουβαμάρα. Άγνωστοι να ‘ναι, Άγνωστοι μεταξύ των Αγνώστων. Όνειρο κάναν τη φυγή. Το πέτυχαν καμπόσοι.  Φύγανε – ξενιτεύτηκαν, μα όντας κείθεν’ όξω νοσταλγούσαν πάντοτε την όμορφη Βαγία. Τη Βαγία, το ομορφότερο χωριουδάκι της Αίγινας.

φωτο: Νέλλη Πετροπούλου

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.