ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ήταν τότε… Απόκριες

Written by aeginalight

της Ιουλίας Χαρπίδου
από:  Το τραγούδι του σπασμένου Ροδιού

Το ρολόι γύριζε και γύριζε και γύριζε στου Γιώργη το χέρι… και τα μάτια του όπως πάντοτε μελαγχολικά με κοιτούσαν.…Ο καιρός περνούσε, η μέρα σιγά – σιγά μεγάλωνε.

ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ που το ξερόκλαδο της αμυγδαλιάς μπουμπούκιαζε και ο κορμός της γέμιζε μελιγκούρες.
ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ που τα ζαμπάκια ανθίζανε κατά μήκος στις ξερολιθιές και ανεμώνες χρωματίζαν τα χωράφια.
ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ που οι γούβες γιομίζαν δοκανίκια.
ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ που στα χνωτισμένα τζάμια ζωγράφιζες καρδούλες και πλακούτσωνες την μύτη σου βλέποντας τη βροχή.
ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ  που ‘παιζες με τις σκιές των χεριών σου στον τοίχο, μπλέκοντας τις παλάμες σου, σχημάτιζες πότε πουλιά και πότε λύκους.
ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ που: πρώτη του Μάρτη φτιάχνανε βραχιόλια από κλωστίτσα. Κλωστίτσα άσπρη και κόκκινη, στα χέρια τους τη δέναν, γιατί έτσι πιστεύανε πως ο Ήλιος δεν θα τους πιάσει και δεν θα μαυροκαρκαλιάσουνε  όλο το καλοκαίρι.
–       Είμαστε πια στις απόκριες, φώναξε ο Γιώργος.
–        Ωρέ ‘σεις…κατεβάτε γρήγορα, ωρέ, πάμε να μασκαρευτούμε. Πάμε ωρέ πλάκα να σπάσουμε γούστο θα ‘χουμε πάλι και φέτος, φώναξε ο μπάρμπα Γιάνναρος.

Και με ένα πήδο κατάχαμα σκάμε όλοι και με φωνές  και χαχανιτά μπουκάρουμε, πού αλλού, στο σπίτι της Γιαγιάς Ελένης.

–       Τώρα να δεις ξεφάντωμα, τώρα να δεις γλέντια, φώναξε ο Νικολής. Βλέπεις ανηψιά μου τις απόκριες ντυνόμαστε μασκαράδες. Φοράμε ρούχ’ ανάποδα, παπούτσι’ άλλα αντ’ άλλων και κρύβουμε τις μούρες μας με μαντήλες και μουτσούνες.  Παριστάνουμε διάφορα πρόσωπα. Τον πρωθυπουργό τον Μεταξά την Μις ΕΛΛΑΣ, τη Ρόδη, τον Βίλυ Φρίτς, την Σίρλεϋ Τέμπλ, την Ρόζα Εσκενάζυ.

Μιλούσε και κουνιότανε όλο σκέρτσο και νάζι φορώντας ρούχα αταίριαστα και στραβοκουμπωμένα.

–       Κοίτα τους μωρέ!! Κοίτα τους!  Όλο καπρίτσια είναι, φώναξ’ ο παππούς Τρουπόκολος.  Μάτια μου  αυτοί, μερόνυχτα γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, γελάνε, πίνουνε κρασί, και λένε καλαμπούρια, χουνέρι αυτοί κάνουνε και τρανούς χορούς στήνουν. Ό, τι κατεβάσει η κούτρα τους, το τσερβέλο τους, σου λέω!!!
–       Δε μου λες παππού και σύ τα ίδια δεν έκανες στα νιάτα σου; είπα.
–       Μωρ’ τα ίδια και χειρότερα απάντησ’ η γιαγιά Τρουποκολίνα. Καλέ αυτόνε, σκνήπα μου τον φέρναν πάντοτε. Μην βλέπεις τώρα που δεν μπορεί τα πόδια του να σούρει!!!
–       Αχ, αχ, αχ, ας μπόραγα μάτια μου και σου ‘λεγα γω που θα βρισκόμουν τώρα…  Εγώ μάτια μου δε χαμπάριαζα από τέτοια είπε, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και άρχισε να κουνάει και να λυγάει τη μέση του.
–       Κάτσε βρε γέρο Μπαμπαλή καλά, δεν είναι αυτά για σένα. Άντε βγάλε κάνα γκοφό τσα πε μετά τα λέμε, του φώναξε η γιαγιά Τρουποκολίνα.
–       Ας τους βρε μάνα να χαρούν, ας τους να ξεφαντώσουν, τη διέκοψε ο παππούς Νταγιαννάκος. Γιατί δεν ξέρεις αύριο, τι θα μας ξημερώσει.  Έχουμε μπλέξει άσχημα, καθημερινά τ’ ακούμε.  Η κατάσταση δεν είν’ καλή, κακά ξεμπερδέματα θα ‘χουμε. Λάου-λάου παγαίνουνε να μας το ξεφουρνίσουν.
–       Τ’ άκουσα γιέ μου, τ’ άκουσα κι είμαι σεκλετισμένη.  Μα η έρμη, τι να κάνω πια; τ’ απάντησ’ η γιαγιούλα κουνώντας με λύπη το κεφάλι της.
–       Α!  να σας πω, μπαϊλντισα, φώναξ’ η Γιαγιά Ελένη.  Βρε ‘σεις τέτοια μέρα σήμερα, βρήκατε να ψυχοπλακωθείτε;  Ότ’ είν’ να γένει θα γενεί στον αγύριστο να παν.  Ελάτε αφήστε τα αυτά κι αλλάξτε ωρέ κουβέντα!!!
–       Μωρέ σα δίκιο να ‘χεις!! «Ελένη, Ελενάκι μου εσύ είσαι το μεράκι μου» είπ’ ο παππούς κι άρχισε να τραγουδάει.
Όσο κι αν γλένταγαν κι αν χόρευαν, κι αν πίνανε κρασάκι, απ’ το μυαλό δεν έφευγε η Απειλή του Πολέμου.
–       Μ… μ… μ… κάτι μου μύρισ’ όμορφα! Τι μαγειρέψατε πάλι; φώναξα ανοίγοντας διάπλατα τα λαίμαργα ρουθούνια.
–       Ε!! πια σήμερα είναι της ΤΥΡΙΝΗΣ, είναι της ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ απάντησ’ η γιαγιά Ελένη.  Έχουμε φτιάξει γαλόπιττες, τυρί με μακαρόνια και κόκκορα κοκκινιστό μ’ ολάκερη κανέλα, επίσης έχουμε κολοκυθόπιτα γλυκό, από λυράτη κολοκύθα.
–       Εμ! Γι’ αυτό μοσχοβόλησαν και μου ‘σπασαν τη μύτη. Αχ βρε γιαγιά, γιατί…γιατί…γιατί να μη μπορώ και γω να μαγειρέψω; έκανα με παράπονο.
–       Κόρη μου, θέλει τέχνη το φαϊ, θέλει έρωτα, αγάπη και μη ξεχνάς πως κάθε φαΐ έχει το μυστικό του.  Όχι να το βάζεις εκεί δα, στα γρήγορα και από δω πάνε κι οι άλλοι!  Αν δεν το δεις, το ξαναδείς, αν δεν το δοκιμάσεις. Άμα τ’ αλατοπίπερο στην ώρα του δε βάλεις κι ακόμα αν στην ώρα του δε βγάλεις το τσουκάλι, μην περιμένεις της προκοπής φαϊ εσύ να κάνεις.  Να μία νερομπούλα θα ‘ν κειδά, που κανείς δε θα γλωσσάζει.
–       Τι μου λες βρε γιαγιά, εσύ ακόμα πατάτες τηγανιτές να κάνεις έχουν άλλη γεύση.
–       Δεν ξέρεις μάτια μου γιατί; Εμ καπνίζοντ’ απ’ τα πούσα…ντε! φώναξε με ικανοποίηση.
–       Ούτε καν μου πέρναγε από το μυαλό. Να! η τέχνη και το μυστικό!
–       Αύριο κόρη μου καλή είν’ Καθαρή Δευτέρα, είπε η γιαγιά Παναγιούλα.   Μεγάλη σκόλη είν’ για μας, αρχίζει η νηστεία. Νηστεία, νηστεία και προσευχή, στο στόμα μας δε βάζουμε κρεατικό κανένα, Τετάρτη και Παρασκευή απέχουμε κι απ’ το λάδι. Σκέτο ψωμί θα φάμε ‘μεις, άντε με δυο ελίτσες, καμιά πατάτα νερόβραστη, μαρούλια, κρεμμυδάκια. Θα φάμε όμως θαλασσινά, καβούρια, αχιβάδες, καλαμαροχτάποδα, αχινούς, καλόγνωμες και πίνες.
–       Ωραία! Έχω μαζέψει κάτι στρόμπλους και φροφύρες! Θα γλύφεις τα δάχτυλά σου αύριο, είπε ο Γιωργής τρίβοντας τις παλάμες του με ικανοποίηση.
–       Για να δούμε τι καιρό θα μας κάνει αύριο, φώναξ’ ο Νικολής. Θα φυσάει καθόλου; ή θα βρέχει σαν πέρσυ και θα μείνουμε σύξυλοι.
–       Μπα, καλή μέρα μου φαίνεται πως θα ‘χει, είπε ο παππούς ο Νταγιαννάκος. Δεν είδες τον κύκλο γύρ’ απ’ τον ΗΛΙΟ; λιγ’ αεράκι θα φυσά.
–       Τι; έκανε λέει; πως το ξέρετε καλέ; φώναξα.
–       Να παιδί μου έτσι το λέμε μεις ΠΑΠΠΟΥ ΠΡΟΣ ΠΑΠΠΟΥ ότι: «Του Ήλιου κύκλος άνεμος, του Φεγγαριού βρεχάμενος».
–       Σοβαρά; Έκανα γελώντας και τι άλλα ξέρετε;
–       Να, αν πάνω απ’ τον ΑΗ ‘ΛΙΑ μαζεύονται οι γλάροι λέμε: «φουρτούνα θα ‘χουμε» γιατί: «Γλάρος στο βουνό, φουρτούνα στο γιαλό».
–       Μάτια μου έχουμε τα σημάδια μας, συμπλήρωσε ο παππούς Τρυπόκολος. Πότε θα πιάσει Μπάτης ή Γρεκός, Σορόκος Τραμουντάνα και αν το κατακαλόκαιρο πιάσει κανά Μπουρίνι.
–       Σοβαρά; Έκανα και για το καλοκαίρι;
–       Αμή; πως νόμιζες; συνέχισε. Άμα σαν θεοπάλαβες οι μύγες σε τσιμπάνε “Μπουρίνι” συ περίμενε και μάλιστα Μεγάλο.
–       Άκου φίλε μου…είπα, σημάδια, μωρέ μπράβο!!!
–       Θες ν’ ακούσεις τώρα πως μαντεύουμε την ώρα; ρώτησε ο θείος Νικολής.
–       Φυσικά, είπα.
–       Να απ’ τον Ήλιο. Βλέπουμε πόσα καλάμια ψηλά είναι σηκωμένος και δε λαθεύουμε, μάτια μου, μπίτι, σου λέω, για μπίτι, είπε και κοίταξε τον Ήλιο.  Τώρα, άντε βία να ‘ναι, μέχρι 6 το πολύ. Και βγάζει απ’ το τσεπάκι του γιλέκου του ένα ρολόι με καπάκι το κοιτά και φωνάζει…Να δες το και μόνη σου 6 παρά 10 είναι. Τι σου ‘λεγα;

Πράγματι, κοίτα φίλε μου, σκέφτηκα, απ’ τον ήλιο και μόνο.

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.