Μια φυλακή, στέκει επιβλητική στο κέντρο της πόλης μας και μες τη σιωπή, μας ψιθυρίζει πως την καταδικάσαμε σε ισόβια ερήμωση.
Κραυγαλέα η ανάγκη της να σπάσει την απομόνωσής της, να τιμήσει τις ψυχές και τις σιγές που φιλοξένησε, τα ορφανά που προστάτευσε και τον κυβερνήτη που με θυσίες δημιούργησε την πρώτη της κτιριακή υπόσταση.
Τα κάγκελα από τα παράθυρα έχουν φύγει χρόνια τώρα, αλλά η απομόνωση λες και παραμένει ενεργή, όχι στο εγκαταλειμμένο ποτισμένο από ελεύθερες σκέψεις κελί της, αλλά στο σκλαβωμένο μας μέλλον.
Τα κλειδιά της δεν μας ανήκουν πια, τα παραδώσαμε, για το καλό της πιστέψαμε τότε. Και φέτος δώσαμε ένα χρυσό κλειδί στον ανώτατο άρχοντα του Ελληνικού Κράτους, τιμή για χάρη απ΄το χάρισμά μας, για να παρακαλέσουμε να πάρουμε πίσω έστω ένα κλειδάκι της. Όχι της κεντρικής πόρτας, για λίγα μόνο κελιά, μήπως καταφέρουμε μόνοι μας να σπάσουμε τον πέτρινο τοίχο της αδιαφορίας και της απαξίωσης.
Περιμένουμε, εγκλωβισμένοι σε αλλιώτικη φυλακή, με δεμένα χέρια που δεν τολμούν να αγγίξουν τα σιδερένια κάγκελα της γραφειοκρατίας και της ιδιοτέλειας.
Μικροί κι αδύναμοι, στέκουμε απ’ έξω, υποκλινόμαστε μπροστά της, ακούμε το ψίθυρό της και με τα μάτια κατεβασμένα απολογούμαστε για τα δεσμά μας και την ανικανότητά μας να αναστρέψουμε την ισόβια καταδίκη…
Νέλλη Πετροπούλου