ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Γιώργος Σεφέρης, Αίγινα καλοκαίρι 1936

Written by aeginalight

Αύγουστος [1936]. Αίγινα, οικία Φλώρου

Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία.
Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα. [Όλοι τους βούλιαξαν…]

(πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33)


Το καλοκαίρι του 1936 γεννιέται στην Αίγινα, ο έρωτας του Γιώργου Σεφέρη για τη σύζυγό του Μαρώ (Μαρίκα Λόντου).
 

Θερινό Ηλιοστάσι

ΙΑ´

Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.

Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ –
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.

Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.

 Από την αλληλογραφία της Μαρώς και του Γ. Σεφέρη:

 

 “Στις 21 Αυγούστου ημέρα Παρασκευή, κάναμε οι δυο μας μια εκδρομή στο Ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Ξεκινήσαμε τα χαράματα από την Περιβόλα όπου έμενα. Πήραμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι και αφήνοντας το Όρος δεξιά μας φτάσαμε στο Αετοχώρι. Ήταν ακόμη σκοτεινά και οι χωρικοί άναβαν φωτιές στις πλαγιές. Στο χωριό μια γυναίκα που είχε ανάψει το φούρνο της μας φίλεψε ζεστό ψωμί, ελιές και ούζο. Πήραμε ύστερα την κατηφόρα προς την ανατολική μεριά ώσπου αντικρύσαμε τη θάλασσα. Κάτω η Αγία Μαρίνα. Κατεβήκαμε και πέσαμε στα νερά. Απόλυτη ερημιά, βράχια και σπηλιές. Ύστερα ανεβήκαμε ξυπόλητοι στο Ναό, όπου έξω απ’ τ’ αδειανό σπίτι του φύλακα βρήκαμε ένα σταμνί νερό. Ξεπλυθήκαμε από το αλάτι, που μας έκαιγε το κορμί, ήπιαμε και ξεδιψάσαμε. Αυτό το σταμνί δεν έλεγε να στερέψει. Σαν πήρε να σουρουπώνει, ακούσαμε το βόμβο του αυτοκινήτου και μετά από λίγο το τρανταχτό γέλιο του Σικελιανού…”

 

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.