της Ιουλίας Χαρπίδου
Κάποια μέρα…
Το μοναπάτ’ ανέβηκα, μόνη, του ΑΗ ΛΙΑ.
Κάθησα στον αυλόγυρο, στις ασπρισμένες πέτρες και χάζευα τη θάλασσα, τα τζάκια που κάπνιζαν, τους λόφους τους πευκόφυτους, τους λόφους με τα’ αμπέλια, τους λόφους με τις λαδανιές τους σκίνους, τα θυμάρια.
Χάζευα και τα σύννεφα π’ όλο χρώματ’ άλλαζαν. Άλλοτε ήσαν άλικα, μαβιά ή χρυσαφένια, άλλοτε πάλι ήσαν σταχτιά μα κι ασπρουλιάρικα ήσαν. Οάνεμος τα έκανε όλο σχήμα ν’ αλλάζουν. Πρόβατα σγουρομάλλικα εμοιάζανε καμπόσα. Αλλά πάλι επαίρνανε μικρών αγγέλων όψη που’ χανε μάγουλα φουσκωτά, λευκά μακριά φουστάνια κι είχαν μαλλιά π’ ανέμιζαν όπου φυσούσ’ αέρας. Σιγή παντού βασίλευε, π’ άθελα διακόπταν τα ξκελαηδίσματα των πουλιών, και το θρόισμα των φύλλων. Ξάφνου.. ένα τουκου-τουκου-τουκ ερχόταν από κάπου «τι να ‘ν ‘ αυτό π’ ακούγεται; Τι κάνουν κείθεν όξω;». Μουρμούρισ’από μέσα μου, σαν κάπως μουδιασμένη. Τοτ’ένα χέρι μ’άρπαξε με δύναμη απ’ τον ώμο και να με σούρνει άρχισε, έτσι με το άστε-ντούε.
Γυρνώ με βία τι να δω!! Τι τάχα αντικρύζω;!!! Ένας γεράκος ήτανε, με μύτη μελιτζάνα, με βλογιοκομμένο πρόσωπο κι αγριεμένο βλέμμα. Στους κυρτωμένους ώμους του, ριχτή είχε πατατούκα, και το βρακί του έκρυβε ίσα-ίσα τα’ αχαμνά του. Απ’ τα πολλά μπαλώματα τα ξέφτια τα κουρέλια, φαγουρίζανε τα μπούτια του κι οι τρίχες των ποδιών του. Ένα ζωνάρι μάλλινο του κράταε τη μέση και οι ασόλιαστες αρβύλες του χάσκαν σα στόμα δράκου. Φορούσε στο κεφάλι του τραγιάσκα μες στη λίγδα ενώ ένα ξερόκλαδο κρατούσε για μπαστούνο. «Αχ ΠΑΝΑΓΙΑ μου!! Τι έπαθα; Τούτος πάλι τι θέλει;» είπα γεμάτ’ απόγνωση, φόβο κι απελπισία. Ν’ αντισταθώ δεν πρόκαμα, μ’ αρπάζει απ’ το χέρι και σούρνοντας μ’ έφτασε στον κοντινό πευκώνα. Το βλέμμα μου πλανήθηκε τριγύρω μου με τρόμο. Πεύκα-πεύκα αντίκρυσα ψηλά ξεκλαριασμένα, πεύκα που δεν αφήνουνε Ηλιου ακτίνα να μπει. Όσο δε πλησιάζαμε αυτό το τούκου-τούκου, σαν δαίμονας εβάραγε το τύμπανο τα’ αυτιού μου. Ασπάλαθοι και λαδανιές μας φράζανε το δρόμο. Ενώ ιστούς τεράστιους αράχνες είχαν πλέξει. Όρθια δεν μπόργα να σταθώ , τα πόδια μου γλιστρούσαν απ’ τα πούσα τα πυκνά κι έπεφτα μες στ’ αγκάθια, που μ’ έγδερναν, με τσίμπαγαν κι είχα καταματώσει. Σα στοιχειωμένα φάνταζαν τουτ’ όλα γύρωθε μου. Κάτι μέσα μ’ έλεγε πως κάποιο κακό θα με’ βρει.
– Πότε πια το μαρτύρι αυτόθα σταματήσει;
Φώναξα μ’ αγανάκτηση, πόνο και αγωνία.
– Χα! Χα! χα , ο γεράκος έκανε. Φοβήθεις μωρέ; Φοβήθεις;
– Μα δε μου λες, ποιος είσαι συ; Τι θέλεις από μένα; Χριστιανέ μου, τι με τραβολογάς, γιατί με βασανίζεις;
– Στάκα βρε κοριτσούδι μου, πολύ φόρα πήρες. Εγώ είμ’ ο μπαρμπα-Θωμανός ο ρετσινάς ο ΠΡΩΤΟΣ! Δω δα σ’ έφερα να δεις τους πεύκους πώς βαράμε. Βλέπεις… Αν ο κορμός δεν χτυπηθεί ρετσίνι δεν ξερνάει. Έχω χτυπήσει, κόρη μου, πεύκα και πευκαρούλια, που ο νους μου άλλο δε χωρεί.
Έτσι με το στανιό μ’ έσυρε κει που ακουγόνταν ο Ηχος.
Μα! Να σου κι άλλος ρετσινάς να εμφανίζεται μπρος μου στα ροδιασμένα χέρια του κρατούσ’ ένα πελέκι που χτύπαγε σιγά-σιγά τον κορμό ενός πεύκου. Την όξω φλούδα έβγαζε, πετίκι, όπως τη λένε και με ρωγμές τον χάραζε’ πο πάνω ώσαμε κάτω. Τον χτύπαε τον χτύπαε τον χτύπαε σταματημό δεν είχε. Τα δάκρυα κυλούσανε απ’ τον κορμό του δέντρου, κι ήταν δάκρυα πικρά, πικρά σα δηλητήριο. Από ψηλά αυτός άρχιζε όσ’ άπλωνε το χέρι κι έφτανε πάν’ από τη γη, δυό σπιθαμές και κάτι, εκεί είχαν μπήξει στον κορμό ένα τσίγκινο φτυαράκι. Τα δάκρυα στάζουν πρώτα δω μα όταν ξεχειλίζαν, πέφταν σε γούρνα πέτρινη που πάταγε στο χώμα. Σταλαγματιά-σταλαγματιά έσταζε το ρετσίνι κι οι κόμποι του σου θύμιζαν κάποιο κερί που λιώνει.
Πολλά πεύκα δεν άντεχαν, σείονταν και πέφταν κάτω. Τοτ’ άκουγες το βουητό απ’ τις πευκοβελόνες που ζήταγαν βοήθεια γιατί άδοξα πέθαιναν. Τα’ βλεπα μελαγχολικά κι ανήμπορα να στέκουν σαν να με παρακάλαγαν κάτι γι’ αυτά να κάνω. Για μιας σ’ εμένα φάνηκε πως μοιάζαν με ανθρώπους. στ’ αυτιά μου πλέον καθαρά άκουα το βογκητό τους. «Σώσε μας, σώσε μας», φωνάζουν «άπραη πια μη στέκεις». Εεε!! Άλλο πια δεν άντεξα, μου σφίχτηκ’ η καρδιά μου. Στο ρετσινά δίνω σπρωξιά αρπάζω το πελέκι, τα πόδια στον ώμο έβαλα, και όπου φύγει-φύγει. Μπροστά εγώ, πίσω αυτοί, να σκούζουν να τσιρίζουν κι ένα αδέσποτο σκυλί ξοπίσω να γαβγίζει. Φώναζα, πήδαγα, έτρεχα μ’ όλη τη δύναμη μου. Με θρίαμβο ανέμιζα το φονικό πελέκι. Ξάφνου, μια κοτρωνάρα βρέθηκε και μ’ έφραξε το δρόμο. Σκοντάφτω, πέφτω κατάχαμα και τα μούτρα μου τρώω. Το δε πελέκι άδοξα πέφτει κι εκείνο χάμο. Το πώς έγινα; Δε λέγεται, στο μαύρο μου το χάλι. Ρετσίνια, χώματ’, αίματα, είχανε γίνει ένα. Στα πληγιασμένα πόδια μου, αγκώνες και παλάμες το αίμα έτρεχε σωρηδόν. Πονούσα έκλαιγα με λυγμούς αναφιλητά και δάκρυα. Το σάλιο μ’ είχε ξεραθεί, τα χείλη μου κολλήσει. Δεν μπόραγα, η έρημη, να ξεστομίσω λέξη. Ένα χέρι μου κατάλαβα τη μέση μου να πιάνει και πολύ πολύ προσεκτικά να με σηκώνω πάνω. Ήταν ο μπαρμπα-Θωμανός, που πάσχιζε ο έρμος, να κάνει ότι μπόραγε για να με συνεφέρει. Βγάζει τα πούσ’ απ΄τα μαλλιά, τα ρούχα μου τινάζει κι ένα παγούρι με νερό, μου βαλε μες στο στόμα. Ήπια κανά δυό γουλιές. Έτσι στο λάχα-λάχα και το υπόλοιπο νερό στα μούτρα μου το ρίχνω.
– Σώπασε μωρή κόρη μου, μην κάνεις δα κι έτσι!! Δεν έπεσε η ζάχαρη στο νερό μωρέ χαράς το πράμα. Κι αν μάτωσαν τα πόδια σου, καθόλου μη σε μέλει ώσπου εσύ να παντρευτείς, αυτά θα έχουν γιάννει.
– Μου… η παντρειά τη μάρανε στο χάλι που’ ναι τώρα, έκανε ο άλλος ρετσινάς, πιάνοντας το πελέκι.
Ο δόλιος ο μπαρμπά-Θωμάς ήθελε σώνει και ντε γρήγορα να συνέλθω γιατί, οι τύψεις τον ετρώγανε, για το κακό που ηύρε. Ο σκύλος με πλησίασε με τη γλωσσάρα τα’ όξω. Κατάματα με κοίταζε, κατάματα με θλίψη, σα να’ θελ’ ο έρημος, τον πόνο να γλυκάνει. Τα μάτια μ’ ανοιγόκλεισα. Ψηλά στέκαν τα πεύκα αγέρωχα, περήφανα με δύναμη γεμάτα. Σκάγαν τα κουκουνάρια τους επάνω στα μαλλιά μου, ραίνοντάς με, σούμπιτη, με κουκουναροκαρδιές. Ήταν σα να χαχάνιζαν, να σκάγανε στα γέλια για το δικό ου πάθημα που μάθημα μ’ εγένει.
– Καλά να πάθω, φώναξα, καλά να πάθω, κανένας δε μου φταίει, αν ήθελα σώνει και ντε τον ήρωα να κάνω.
– Άσε τα κλαψουρίσματα, τις γκρίνιες κατά μέρος. Γιατί, τα λίγα λόγια ζάχαρη μα τα καθόλου μέλι. Κοίτα, κοίτα ποιοι έρχονται κατά δω!!!Ε! Ε! Ε! Ρε και τι έχουνα να δουν τα μάτια σου από δω και πέρα…
Γυρνώ και βλέπω να’ ρχονται καμπόσοι ρετσινάδες, που ζαλωμένοι στις πλάτες τους κουβούσαν το ρετσίνι. Το ‘ χαν μαζέψει απ’ τα πριν σε γκαζοτενεκέδες και τώρα το πηγαίνουνε στο κοντινό Λουτσάρι. Τι φόραγαν; Δε λέγεται, στο μαύρο χάλι ήταν. Φανέλες κουρελιάρικες και χιλιομπαλωμένες που έτρεχαν οι πόντοι δω και κει σαν να’ ταν σουρωτήρι. Μούρες, μαλλιά, φρύδια, αυτιά ρετσίνια είχαν γεμίσει.
– Κάνε στη μπάντα φώναζαν, μη μας κόβεις τη φόρα.
Τόπο έκανα και πέρασαν , χωρίς άλλη κουβέντα. Ακολουθήσαμε κι εμείς το τσούρμοπ των ρετσινάδων. Κατάκοποι και βρώμικοι φτάσανε στο Λουτσάρι . Μόλις ξεζαλωθήκανε, πήγαν ν’ αλλάξουν ρούχα.
Εδ’ ο παππούς περίμενε με μια νταμιζάνα και τα ποτήρια γέμιζε κρασί κεχριμπαρένιο. Έτσι μόλις μ’ αντίκρυσε, άρχισε να φωνάζει:
– Ρετσίνα, κόρη μου καλή, ρετσίνα μυρωδάτη, να πίνεις να εφραίνεσαι, τα λογικά να χάνεις.
– Ρετσίνι αν δε βγάλεις τη μουστιά, το κρασί σου ξυδιάζει, συμπλήρωσε ο μπαρμπα-Θωμανός με το ποτήρι σηκωμένο.
Κι έτσι οι ρετσινάδες έπιναν, έπιναν, έπιναν μέχρι που γίναν σκνίπα. Στ’ αλώνι στήσανε χορό και το πρωί τους πήρε. Τρικλίζοντας κινήσανε στα σπιτικά να πάνε κρατώντας ο ένας τον ώμο τα’ αλλουνού για να μη πέσουν κάτω.
Γαβ, γαβ.. Το σκύλο άκουγες που πισ’ ακολουθούς, κουνώντας αδιάκοπα την φουσκωτή ουρά του.







