από τον Δημήτρη Νικολόπουλο
εκφωνήθηκε στις 30/11/2016, στο Καφέ-Bar ΠΡΟΚΑ
Θα εκφράσω μια κριτική γνώμη, ως ένας απ’ τους φίλους της ποιήτριας, τυγχάνω και φιλόλογος, για την ποιητική συλλογή «ακούω», που μόλις κυκλοφόρησε. Οι φιλόλογοι, κατά τεκμήριο, είναι οι κατάλληλοι για τη διατύπωση τέτοιων κρίσεων. Εκτιμώ, ωστόσο, ως ασφαλέστερο κριτήριο την ευαισθησία και την αγάπη για την ποίηση, που και άλλοι, μη επαΐοντες, διαθέτουν. Συνήθως, βέβαια, οι φιλόλογοι πλεονεκτούν σε γλωσσική χάρη, αν συμβεί να μην παρασυρθούν στο, όχι και τόσο σπάνιο, επαγγελματικό ολίσθημα της σχολαστικότητας. Δηλώνω, ως ύποπτος πλέον, ότι θα τηρήσω το χρονικό όριο του 15/λεπτου, που «αυστηρά» μου καθόρισε η ποιήτρια.
Λοιπόν:
Θα προηγηθούν της κριτικής μου δυο υπενθυμίσεις.
Η πρώτη: Η ποίηση είναι έκφραση εσωτερικής ανάγκης και, ως εκ τούτου, ο ποιητής δεν «γράφει» προσδοκώντας τη δικαίωση της κριτικής. Η κριτική ούτε γεννά ούτε καταργεί τον ποιητή. Ενδεχομένως, ως καλοπροαίρετη ή και, τουλάχιστον, σχετικά εύστοχη, να τον βοηθήσει. Αυτή η άποψη, που είναι άλλωστε κοινός τόπος για τους παροικούντες την ποιητική Ιερουσαλήμ, διατυπώθηκε μ’ έναν έξοχο τρόπο, λυρικό αλλά εν ταυτώ και πειστικό, στο βιβλίο «Γράμμα σ’ ένα νέο ποιητή» του Ράινε Μαρία Ρίλκε, ποιητή και στοχαστή. Η γενιά μου, ιδιαίτερα οι ρέποντες προς το ρεμβασμικό στοχασμό, επηρεάστηκαν έντονα απ’ αυτό το «Γράμμα». Ήταν ευτύχημα, μάλιστα, που μεταφράστηκε στα ελληνικά, απ’ τον Μάριο Πλωρίτη.
Η δεύτερη υπενθύμιση: Η κριτική της ποίησης πρέπει να αντιμετωπίζεται με «κάποια» επιφύλαξη. Κυρίως, γιατί η κριτική διατυπώνεται στο επίπεδο της τυπικής χρήσης της γλώσσας. Εφαρμόζει, δηλαδή, τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού. Είναι λόγος λογικά οργανωμένος. Η ποίηση, όμως, είναι ή δικαιούται, κατά την εαυτής φύση, να είναι λόγος ελεύθερος, ατίθασος και, εν πολλοίς, αυτοκα-θοριζόμενος. Κινείται σ’ άλλο επίπεδο. Ο Μπόρχες είχε ορίσει την ποίηση ως τον απρόβλεπτο λόγο. Η κριτική, το διατυπώνω εν πλήρει φραστική μεταφορά, μεταφέρει τον «αντάρτη» λόγο στο δικό της πεδίο. Ως εκ τούτου, προκύπτουν απώλειες, αποφορτίζεται η «μαγεία».
Επί του συγκεκριμένου:
Τα ποιήματα τής συλλογής «ακούω» είναι τριάντα τρία. Καλύπτουν μια διαδρομή ποιητικής έμπνευσης είκοσι χρόνων, 1996-2016. Θα τα χαρακτηρίσω με τον γραμματειακά αδόκιμο, αλλά λειτουργικά πρόσφορο, όρο «μικροσκοπικά». Είναι ολιγόστιχα και με συντομότατο στίχο, σφριγηλή πύκνωση. Αντισταθμιστικά, προς την περιορισμένη έκταση λειτουργεί η ισχυρή σημασιολογική φόρτιση κάθε λέξης και, αναφορικά με το νόημα, το ουσιώδες. Οι συμβολισμοί, οι αλληγορίες, οι υπαινιγμοί και οι σχετικοί τρόποι διαθέτουν προφάνεια. Διαβάζω, ως παράδειγμα για τα παραπάνω, το 25ο ποίημα τής συλλογής. Τιτλοφορείται «8»
«Όταν ξαπλώνει το 8
Γίνεται άπειρο
Επ’ άπειρον»
Σχολιάζω: Ο αριθμός 8 δηλώνει «κάτι» το ελάχιστο, συγκριτικά με την απείρως αυξανόμενη σειρά των ακεραίων, στην οποία και ανήκει. Ωστόσο, μια «γλίστρα», ένα κλικ, δεξιά ή αριστερά, για να θυμηθούμε και τη μακαρίτισσα ή και, κατά χαριτολογική αναλογία, «κοιμηθείσα» Κατερίνα Γώγου, αρκεί για την ανατροπή. Το ελάχιστο, το 8, οριζοντιομένο πλέον, είναι το άπειρο. Και το αποσυμβολιζόμενο νόημα του ποιήματος, η παντοκρατορία της ρευστότητας.
Ας μου επιτραπεί, εμβόλιμα, να εκθέσω μια προσωπική εμπειρία, σχετική με τη δύναμη του πυκνού ποιητικού λόγου: Νεαρός φίλος ποιητής, «τότε», αφήνει σημείωμα για την αυτοχειρία του, με το στίχο «φύγε μας χρησιμοποιούν». Η πρώτη σκέψη, να εκδοθούν, δίκην υστεροφημικής δικαίωσης, τα ανέκδοτα ποιήματά του, τελικά απορρίπτεται με το σοφό αιτιολογικό: Η δύναμη αυτού του στίχου, αυτές οι τρεις λέξεις, «φύγε μας χρησιμοποιούν», είναι τόση που ό,τι επιπλέον θα ωχριούσε.
Επανέρχομαι στο θέμα: Τα περισσότερα απ’ τα ποιήματα τής συλλογής αποπνέουν υπαρξιακή αγωνία. Η ποιήτρια μπροστά στο ερώτημα για το νόημα της ζωής και τη σκοπιμότητα του κόσμου ή και στο σαιξπηρικό ερώτημα, δια στόματος Άμλετ, to be or not to be, δεν λιποτακτεί. Δεν καταφεύγει στην παρηγορία του δόγματος, δεν επιβιβάζεται στο όχημα της μεταφυσικής ή κοσμικής νομοτέλειας, που «εξασφαλίζει» την αίσια έκβαση. Παραμένει αναζητήτρια και επωμίζεται το ψυχικό κόστος, ομολογεί ότι «στροφιλίζεται».
Γράφει, σχετικά, στο 1ο ποίημα της συλλογής (1η στροφή):
«Μπροστά σ’ ένα παράθυρο
Ερμητικά κλειστό
Στροφιλίζομαι».
Στο 23ο ποίημα της συλλογής, τιτλοφορείται «Απρίλης 1967», εκδηλώνεται ο σεβασμός προς την ιστορική μνήμη: Σαράντα εννιά χρόνια μετά την επιβολή της Χούντας η ποιήτρια γράφει:
«Το αίμα δεν καταγράφηκε
Ποτέ
Σβήστηκε την άλλη μέρα»
Σχολιάζω: Το ρήμα «σβήστηκε», η κατεξοχήν βαρύνουσα λέξη του ποιήματος, λειτουργεί ως δισημικό σημαίνον: το αίμα σβήστηκε στην οντολογική του υπόσταση, ως αιμοπετάλια και αιμοσφαίρια, απ’ τα συνεργεία καθαριότητας της Χούντας. Όντως, οι δρόμοι καθαρίστηκαν. Το αίμα, όμως, δεν σβήστηκε, ως μαρτυρία του συντελεσθέντος εγκλήματος, απ’ τη συλλογική ιστορική μνήμη. Εντοπίζω, εν προκειμένω, και έναν υπαινιγμό: η καθαριότητα, ως επιφαινόμενο και «στιγμιαίο», δεν εξασφαλίζει την Κάθαρση, που ανήκει σε άλλη κατηγορία φαινομένων.
Κάποια απ’ τα ποιήματα τής συλλογής διακρίνονται για τον εξομολογητικό χαρακτήρα τους. Ομολογούνται ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που αναδύονται απ’ το συνειδησιακό βάθος, διανύοντας τη «γνωστή» ελικοειδή και ερεβώδη διαδρομή. Και, οπωσδήποτε, δεν πρόκειται για συνήθη και αβαθή παράπονα. Η ποιήτρια αισθάνεται, εν πολλοίς, αδικαίωτη. Η ήττα της είναι ηρωική και διαγνώσιμη ως προς την αιτία: Οι επιθυμίες αναμετρήθηκαν με εξιδανικευμένες μορφές ζωής, σμιλευμένες απ’ την ειλικρινή προαίρεση και «εκείνες» τις ιδέες, που επιμένουν, ανυπόμονα, στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Διαβάζω τρεις στροφές απ’ το ποίημα «Φύση», το 1ο της συλλογής:
Τα πεύκα
Αγκάλιαζαν
Τον πόνο
…………………
Στο μονοπάτι
Πυγολαμπίδες
Σύντροφοι
…………………
Ένα ποδήλατο
Που περιμένει σκουριασμένο
Άλλο τίποτα
Δεν είχα.
Στάθηκα και στο 19ο ποίημα της συλλογής, υπό τον αγγλόγλωσσο τίτλο, και διεθνώς πλέον εν χρήσει όρο, “breast cancer”. Διέκρινα, ως προς το ύφος, «κάτι» από Κική Δημουλά ή και το «αστραπιαίο» των «Χάι-Κου». Και, ακόμη, τη λεξιπαιγνική διάθεση, αλώβητη από κάθε λεξιλαγνική παρεκτροπή. Εντέλει, συμμείγνυνται λειτουργικά οι παρηχήσεις, η φραστική συντομία, όντως κομψή, και οι ευφυείς υπαινιγμοί. Ως προς το νόημα, τη θαρραλέα απόδραση, τη υποστηρίξει της τέχνης, απ’ τον κλοιό του φόβου: Μια επιλογή, στάση ζωής, της ποιήτριας. Διαβάζω δυο στροφές του ποιήματος.
Καρκίνος Κι αυτό το Ζ;
Ζώδιο Ζωή
Καταρρέω Ζαλίζομαι
Καταστρέφω Ζηλεύω
Ζάρια.
Στο 26ο ποίημα της συλλογής, η ποιήτρια δίνει το δικό της ορισμό για την ποίηση. Άλλωστε, κάθε ποιητής, τρόπον τινά, επανορίζει την ποίηση. Το ποίημα τιτλοφορείται «Νύχτες». Το διαβάζω:
«Φτάνει για απόψε
Ανάβω και σβήνω το κερί
Σβήνω κι ανάβω το τσιγάρο
Να πως γίνεται η ποίηση.»
Σχολιάζω: Στοχαζόμενος πάνω στο ποίημα, απετόλμησα, κριτική αδεία, και ένα δεύτερο τίτλο «κοσμικό εικονοστάσι»: Το κερί παραπέμπει στο υπεραισθητό, ενώ το τσιγάρο στο αισθητό, την απτή πραγματικότητα. Σ’ αυτό ακριβώς το «σημείο», της συνεύρεσης αισθητού και υπεραισθητού, κατά την ποιήτρια, γεννιέται η ποίηση.
Στο ποίημα, επίσης δηλώνεται ως συμβιούσα της έμπνευσης η εσωτερική ένταση. Η λεκτική διάταξη του 3ου στίχου, με προηγούμενο το «σβήνω» και επόμενο το «ανάβω», αναφορικά με το τσιγάρο, «πιστοποιεί», αυτήν την ένταση. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η πρώτη, επιφωνηματικής απόχρωσης, λέξη του ποιήματος «φτάνει».
Θα ολοκληρώσω μ’ ένα ποίημα εκτός συλλογής. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οδός Πανός», στο τεύχος 107, τον 20ο χρόνο έκδοσης του περιοδικού, δηλαδή το 2000 (Ιανουάριος). Το τεύχος είχε αφιέρωμα στη Σωτηρία Μπέλου. Παρενθετικά, μια υπενθύμιση, το περιοδικό «Οδός Πανός» για πολλά χρόνια κάλυπτε μια θεματολογία ή και υφολογική έκφραση, που οι κοινωνικές προκαταλήψεις είχαν «κρατήσει» υπό το μόδιον.
Ο τίτλος του ποιήματος: «Υλικό για τη δομή του αέρα». Η ποιήτρια παντρεύει ρεμπέτικους στίχους, απ’ το τραγούδι «όταν πίνεις στην ταβέρνα» – την πρώτη συνεργασία της Σωτηρίας Μπέλου με το Βασίλη Τσιτσάνη – με δικούς της μοντέρνους στίχους. Το πάντρεμα λειτουργεί, παρά την υφολογική διαφορά των στίχων, γιατί απηχούνται ιδεολογικές συγκλίσεις. Γράφει η ποιήτρια:
«Γαζία, αγιόκλημα, βασιλικός… το φίλτρο του αέρα
Μυρωδιές που χάθηκαν. Αέρας που μπούκωσε»
Μεταλλική φωνή χαραγμένη σε βινύλιο
αντικατάσταση Ποτ-πουρί σε CD
Και συνεχίζει η ρεμπέτισσα:
Μήπως έχει αγαπήσει και προδόθηκες και συ
Έλα κάθησε κοντά μας να γλεντήσουμε μαζί.
Επιλογικά:
Η ποιήτρια την ώρα της έμπνευσής της, όντως, κάτι «ακούει». Το Εκπέμπει. Αποπειράται την Επικοινωνία.