Η γκαλερί Αίγινα Έγινα φιλοξενεί αυτές τις μέρες μια διαφορετική έκθεση – τα ζωγραφιστά ρούχα της Ματίλντας Ναχμία. Τη Ματίλντα την ξέρουμε σαν μια γελαστή, όμορφη, ταλαντούχα περσόνα του νησιού. Οι πίνακές της, που τους γνωρίσαμε στην ατομική αλλά και τις ομαδικές εκθέσεις της, στην Αίγινα και την Αθήνα, έχουν μια τρυφερότητα, μια γυναικεία ευαισθησία, την αυθεντικότητα της υπογραφής της. Με αφορμή την καινούρια της δουλειά, της ζητήσαμε μια πιο κοντινή γνωριμία.
Α. L. «Από πότε στην Αίγινα, καταρχήν;»
Μ. Ν. «Από πάντα, πριν ακόμα γεννηθώ. Ο πατέρας μου Μωυσής Ναχμίας αγόρασε το 60 ένα κτήμα και χτίσαμε ένα σπίτι. Στο νησί έρχομαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.»
Α. L. «Η σχέση με τη ζωγραφική;»
Μ. Ν. «Κι αυτή παμπάλαια. Τελειώνοντας το σχολείο, 17 χρονών, πήγα στο Ισραήλ για σπουδές στην Καλών Τεχνών. Πολλά ελληνάκια εβραϊκής καταγωγής πηγαίναμε τότε στο Ισραήλ για σπουδές. Εμένα προσωπικά ο πατέρας μου ήταν διατεθειμένος να με στείλει και στο Παρίσι, αλλά προτίμησα το Ισραήλ. Εκεί είχαν πάει ο αδερφός μου, οι φίλοι μου, τα ξαδέρφια μου.»


Α. L. «Πώς σου φάνηκε η εμπειρία; Θέλω να πω, ήταν και τότε εμπόλεμη η κατάσταση;»
Μ. Ν. «Στο Ισραήλ είναι πάντα εμπόλεμη η κατάσταση. Ήταν αυτονόητο ότι όπου πηγαίναμε, σινεμά, στη σχολή, παντού, η αστυνομία είχε το ελεύθερο να μας ανοίξει τις τσάντες μας να τις ελέγξει. Όπως ήταν αυτονόητο ότι αν βλέπαμε μια τσάντα παρατημένη σε δημόσιο χώρο θα ειδοποιούσαμε τις αρχές να την ελέγξουν. Θυμάμαι ότι στα λεωφορεία, ο οδηγός ξεκινώντας τη βάρδια έψαχνε μήπως ήταν κρυμμένο μέσα κάποιο ύποπτο πακέτο. Μια μέρα που πήγαινα στη σχολή, ο οδηγός είχε ξεχάσει να κάνει τον έλεγχο, το θυμήθηκε ξαφνικά, σταμάτησε το λεωφορείο, το έψαξε και βρήκε κάτω από το κάθισμά μου ένα μεταλλικό κουτί. Το πήρε και το άφησε σ’ ένα από τους ειδικούς χώρους που υπήρχαν στους δρόμους – πέτρινοι ήταν, τσιμεντένιοι, θα σε γελάσω – για αντίστοιχες περιπτώσεις. Φαντάζομαι θα ειδοποίησε και τις αρχές, πάντως δε θα μάθουμε ποτέ τι είχε μέσα. Απλώς, ξέρω ότι κάτω από το κάθισμά μου βρέθηκε ένα μεταλλικό κουτί. Κατά τα άλλα, όμως, ήταν ωραία χρόνια, σα φοιτητές περάσαμε καλά. Μόνο έπρεπε να έχεις συνέχεια το νου σου. Δε μπορούσες να ξενοιάσεις. Από το 80 ως το 85 έμεινα εκεί.»
Α. L. «Και γυρίζοντας ξεκίνησες να ζωγραφίζεις;»
Μ. Ν. «Όχι, με τη ζωγραφική ασχολήθηκα ξανά πριν δέκα χρόνια. Μέχρι τότε δούλευα ενδυματολόγος, σε τηλεοπτικές εκπομπές και σίριαλ, στην ΕΤ1, στο Σκάι, στο Μέγκα. Και πριν από αυτό είχα κάνει με φίλες μια δική μου εταιρεία: σύμβουλοι μόδας.»
Α. L. «Πώς μεταφράζεται το σύμβουλος μόδας;»
Μ. Ν. «Είχαμε ένα γραφείο, κι αναλαμβάναμε να βοηθήσουμε στα ψώνια τους εργαζόμενες που δεν είχαν χρόνο, ή γενικά γυναίκες που δεν τους άρεσε να πηγαίνουν στα μαγαζιά. Βλέπαμε το σωματότυπό τους, τις ανάγκες τους, το οικονομικό τους προφίλ, και ψωνίζαμε εμείς γι αυτές. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, γιατί ενώ η δουλειά μας δεν ήταν να διαλέξουμε σύμφωνα με τα δικά μας γούστα, όσο μπορούσαμε το παλεύαμε, να περάσουμε διακριτικά, με τακτ, την άποψή μας. Για παράδειγμα, αν μου ζητούσε κάποια πελάτισσα φουστάνι με παγιέτες από πάνω ως κάτω θα της έφερνα κάτι με παγιέτα, αλλά όχι από πάνω ως κάτω.»
Α. L. «Η σημερινή έκθεση πώς προέκυψε;»
Μ. Ν. «Από μια αυθόρμητη ιδέα πάλι. Μια φίλη, η Αλεξάνδρα Βασιλείου ξεκίνησε να ασχολείται με το ράψιμο για το κέφι της, και μου είπε κάποια στιγμή, γιατί δεν τα ζωγραφίζεις. Ε, και τα ζωγράφισα.»
Α. L. «Με την παλιά, καλή τεχνική του μπατίκ;»
Μ. Ν. «Με καμιά τεχνική. Πήρα μπογιές ειδικές για υφάσματα, κι απλά τα ζωγράφισα, συχνά όπως θα ζωγράφιζα έναν καμβά. (γελάει) Αλλά δεν παθαίνουν τίποτε. Τα τσεκάραμε, τα βάλαμε στο πλυντήριο, τα σιδερώσαμε, μια χαρά αντέχουν.»
Α. L. «Οι τιμές αντέχονται;»
Μ. Ν. «Κι αυτό είναι ένα μικρό ανέκδοτο. Επειδή δεν ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία για να πουλήσουμε και καλά, δεν ξέραμε πώς να τα κοστολογήσουμε. Πάντως, τελικά οι τιμές κυμαίνονται από 50 μέχρι 100 ευρώ.»



Μιλάμε κι άλλο, δεν τη φοβίζει η κρίση, «ζούσαμε πάντα μετρημένα, καλά αλλά μετρημένα, ούτε δάνεια, ούτε μεγάλα σπίτια, θα τα βγάλουμε πέρα», είναι αισιόδοξη για τα παιδιά της, για το μέλλον, και θέλει να κάνει μέχρι τέλους αυτό που την ευχαριστεί.
Της το ευχόμαστε. Στο κάτω-κάτω, σύμφωνα με όλα τα ντοκουμέντα, το αξίζει.
Βικτώρια Τράπαλη
φωτο έκθεσης: Νικήτας Παπαϊωάννου




 
									


