ΕΙΔΗΣΕΙΣ-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

Όμορφα, θεληματικά, γνωστικά νέα πρόσωπα

Ταξιδεύοντας τις προάλλες προς τον Πειραιά, με τον Ποσειδώνα που ερχόταν από τον Πόρο και τα Μέθανα, παραλίγο να μπλέξω σ’ έναν καυγά που σχεδόν σίγουρα δε θα μου’ βγαινε σε καλό.

Ταξιδεύοντας τις προάλλες προς τον Πειραιά, με τον Ποσειδώνα που ερχόταν από τον Πόρο και τα Μέθανα, παραλίγο να μπλέξω σ’ έναν καυγά που σχεδόν σίγουρα δε θα μου’ βγαινε σε καλό. Επιβιβαζόμενος στο πλοίο, προχώρησα μπροστά ως το τέλος του σαλονιού της πλώρης. Είχα σκοπό να διαβάσω με ησυχία το βιβλίο μου και να κάνω μερικά ιδιωτικά τηλέφωνα, με τα οποία ασφαλώς και δεν υπήρχε  λόγος να ταράξω την ησυχία των άλλων.  Κι αντίκρισα ξαφνικά στον ακριανό καναπέ, αριστερά, το πιο οικτρό θέαμα. Τρία παλληκάρια, εκεί γύρω στα δεκαοκτώ- είκοσι, ξαπλωμένα ανάσκελα στον οκταθέσιο καναπέ, με τα γυμνά τους βέβαια πόδια στον αέρα και με υποτυπώδες στήριγμα τα μαξιλάρια των αναπαυτικών καθισμάτων τους, που υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν άλλους πέντε τουλάχιστον συνεπιβάτες. Και υπήρχε όντως κόσμος πολύς σ’ αυτό το φορτωμένο δρομολόγιο του καραβιού.

 

Τους προσπέρασα στην αρχή και κάθισα σε μια παραδιπλανή πολυθρόνα. Να ξεκουράζονταν, σκέφτηκα, άραγε μετά από ένα παρατεταμένο θαλασσινό μπάνιο ή ένα χορταστικό μεσημεριανό γεύμα ή ένα απολαυστικό σεξ; – χαλάλι τους! Και συγκεντρώθηκα στις δικές μου ασχολίες. Σηκώθηκα όμως λίγο μετά, να πάρω ένα μπουκαλάκι νερό από το μπαρ. Γυρνώντας στη θέση μου, μάταια προσπάθησα να μην στραφεί πάλι το βλέμμα μου προς την ανάγωγη και τόσο κακόγουστη παρέα των τριών. Ξεχείλιζαν τα πάχητα από τα μπούτια τους- κοντά βρακιά τύπου βερμούδας φορούσαν βέβαια τα παλληκάρια- και από τις δεόντως ακάλυπτες κοιλιές και τα πρησμένα στομάχια τους. Τόση υγεία  και νεανική ορμή που να μετατρέπεται σε λίπος, αναλογίστηκα με φρίκη. Δεν γινόταν πια να τους αγνοήσω. «Έλεος, βρε πατριώτες», είπα, πλησιάζοντας προς το μέρος τους. «Τι χρωστάνε οι συνταξιδιώτες σας να καμαρώνουν τις άτσαλες και τόσο καταχρηστικές, εκβιαστικές σας πόζες»; Ο ένας από τους τρεις ανασηκώθηκε κάπως, ξαφνιασμένος κι ίσως και λίγο ντροπιασμένος. Οι άλλοι δύο, όμως, πιο αραχτοί παρά ποτέ, αντάλλαξαν μερικές ερωτηματικές ματιές, κι από τα σπασμένα λόγια τους, γρήγορα κατάλαβα πως αν ήταν να σηκωθούν και ν’ αφήσουν το ραχατλίκι τους, δεν θα’ ταν απλώς για να τεντωθούν ορθοί, παρά θα΄χε σαφώς κακή συνέχεια το πράγμα: «Τι λέει ο άνθρωπος, ρε φίλε;» «Δεν κατάλαβα, παππού. Μάζευτα και δίνε του…»

 Ταραγμένος- συνειδητοποιούσα, εν τω μεταξύ, πως αποκλειόταν να βρω  υποστήριξη, συμπαράσταση έστω από τους γύρω μου- έσπευσα να επανορθώσω: «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, βρε, παιδιά,  ο ήλιος και η ζέστη μπορεί να με βάρεσαν…» Και γύρισα όσο μπορούσα πιο γρήγορα στη θέση μου. Έμεινε όμως μέσα μου  γι’ αρκετές ώρες –τι  λέω; μέρες- η ντροπή κι η απογοήτευση για το τυχαίο αυτό συναπάντημα, και μικρή μόνον ανακούφιση ήταν πως δεν κατέληξα σε μιαν άνιση αναμέτρηση με τους κακότροπους αυτούς πιτσιρικάδες. «Μα, σ’ αυτά τα χαμένα κορμιά έχω στηρίξει  τις μεγάλες προσδοκίες κι όλες μου τις ελπίδες;», ήταν η σκέψη που τριγυρνούσε διαρκώς βασανιστικά στο μυαλό μου.

 

Ώσπου ξημέρωσε προχτές/ αντπροχτές η  Παρασκευή με τ’ αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Κι οι εφημερίδες και τα sites στο Διαδίκτυο είχαν ρεπορτάζ με πρωταγωνιστές τους αριστούχους μεταξύ των διαγωνιζομένων. Χόρτασαν ομορφιά και χάρη τα μάτια μου. Τι ωραία, ευγενικά, θεληματικά και γνωστικά πρόσωπα ήταν αυτά! Αλήθεια είναι πως το πρώτο πράγμα που συγκράτησα είναι πόσο έχει ομορφύνει το «γένος» μας- όχι κατ’ ανάγκην από «καθαρές» και ανόθευτες γονεϊκές συνευρέσεις, αλλά πιθανότατα και από ευπρόσδεκτες πάντα επιμιξίες. Ακήρυκτος πόλεμος εδώ στα περιττά και ανθυγιεινά λίπη- βοηθούσας οπωσδήποτε της κοπιαστικής αναμέτρησης με την «εξεταστέα ύλη», αλλά και της εθελοντικής απασχόλησης των περισσοτέρων (σύμφωνα με τα σύντομα βιογραφικά τους σημειώματα) με τα σπορ (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, γυμναστική, κολύμπι), που αναγκαστικά βέβαια, με την προετοιμασία για τη μεγάλη δοκιμασία, είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Καλογραμμένα πάντως, φωτεινά πρόσωπα όλα τους, που προϊδέαζαν για εξίσου καλοφτιαγμένα κι ελκυστικά σώματα.

 

Αυτά για την εξωτερική ομορφιά. Αλλά κι από μέσα τι μεγάλος και δελεαστικός πλούτος! Σταχυολογώ μερικές θαρραλέες και ευθύβολες παρατηρήσεις/ κατηγορηματικές δηλώσεις τους: «Να αλλάξει ριζικά το αναχρονιστικό εξεταστικό καθεστώς» (και να σκεφτεί κανείς ότι αυτοί που υποστηρίζουν την εν λόγω ριζική αναθεώρηση είναι οι  ευνοημένοι , τρόπον τινά, από το σύστημα, αφού οι σπουδαίες επιδόσεις τους τούς επιτρέπουν πλέον σήμερα να διαλέξουν τις σπουδές και τις σχολές της αρεσκείας τους). «Οι δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου να ξαναβρούν τη σημασία και το κύρος τους. Δεν είναι σήμερα πια ούτε καν διακοσμητικές, το μόνο που μετράει είναι η φροντιστηριακή παραπαιδεία και παραοικονομία». «Τα ίδια τα πανεπιστήμια και οι τεχνολογικές σχολές να επιλέγουν τους σπουδαστές τους.» «Θέλω να πάω σε μια γεωπονική σχολή, που ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία μου και τα ενδιαφέροντά μου. Οι περισσότεροι γύρω μου προσπαθούν να με αποτρέψουν, αλλά εγώ θα κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά μου.»

 

Να’ σαι καλά, κοπέλα μου. Πιο γνωστικό πράγμα δε γινόταν ν’ ακούσω, ή μάλλον- δεν σε ξέρω- να διαβάσω. Το συναίσθημα έχει πάντα τη λογική του, την οποία η ίδια η λογική δε μπορεί ποτέ να φτάσει. Και ταυτοχρόνως βέβαια με την εμπιστοσύνη που δείχνεις στην καρδιά σου, πήγε κι η δική μου καρδιά στη θέση της. Όχι, οι αποχαυνωμένοι εκείνοι κρεμανταλάδες, με τους οποίους διασταυρώθηκα στο πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά, δεν είναι οι πραγματικοί εκπρόσωποι, τ’ αληθινά δείγματα της γενιάς στην οποία έχω στηρίξει τη λελογισμένη πάντα αισιοδοξία μου.                                                            

 

Σας  χαιρετώ, παιδιά- πρώτους εσάς, μεταξύ ίσων- και σας αγαπώ με τον πιο βαθύ σεβασμό.

 

Δημήτρης Ποταμιάνος

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.