«Είδες ένα μικρούλι, μαύρο που κάθεται πιο’ κει;», λέει μια καλοβαλμένη κοινωνικότατη κυρία, μεσήλικη, με μαλλί φαρμπαλά, λες και το’ χουν περάσει τριάντα δύο ξέχωρα χρώματα και δεν ταίριαξε κανένα στην όλο μεγαλοσύνη μούρη της.
«Ναι, είναι τόσο δα. Μια γλύκα. Σήμερα το φέρανε και μας το άφησαν κι αυτό εδώ.», το ήξερε ο ιχθυοπώλης με τα λεπιασμένα ρούχα.
Το γατάκι με τη μηδαμινή κορμοστασιά, είχε κάνει αίσθηση στην αγορά, κινδύνευε κάθε ώρα και στιγμή από τα αδιάφορα μεγάλα, βαριά και γρήγορα βήματα, που περιδιάβαιναν το μονίμως πλημμυρισμένο από γαλόνια και γαλόνια νερού πλακόστρωτο. Και ήταν –πράγματι- μια σταλιά, μπρος στις άλλες τετράπαχες γάτες της Ψαραγοράς.
«Του πήρα μια κονσέρβα και του’ βαλα να φάει», η μαντάμ θυσίασε κάτι από το χιλιολαβωμένο βαλάντιό της για να ταΐσει ένα πλάσμα του περιθωρίου, μιας και στεκόταν «μουδιασμένο» στην άκρη του σοκακιού. Έβλεπε από τη θέση του τους διαβάτες με χαρτιά ή με λίγες τσάντες να μπαινοβγαίνουν στο μπακάλικο, το οποίο μια μέρα των ημερών ντύθηκε ξενικά ως «σούπερ μάρκετ». Μπακάλικο και μανάβικο αντάμα, με πολυτέλεια, με μηχανές και πινακίδες να γράφουν ακαταλαβίστικους κωδικούς, και φιγούρες κάθε λογής ανθρώπων να παίζουν το άτιμο παιχνίδι της «προσφοράς».
Όσες φορές κι αν πέρασε κανείς, εκείνο το νεοφερμένο μικρό κάποιας απούσας γάτας, δεν άλλαζε σημείο, μήτε παρέα έκανε με την άλλη τη τσαχπίνα γάτα για να’ βρει προστάτη. Εκείνη η τρικολόρε, ο δημόσιος επαίτης, δεν άφηνε σε ησυχία τους πελάτες των πρώτων ψαράδικων πάγκων, γρυλίζοντας για κατιτί από κεφάλι κανα χάνου. Η τρίτη η λευκή, καμωνόταν την καμπόσα, κορδωνόταν και έφτανε στο ένα μέτρο πιάνοντας από τη μέση, να ζητιανέψει όλο γλύκα και υποταγή, από ιδιοκτήτη –η καλή σου- ψαροκόκαλα, απομεινάρια, καμμιά σαρδέλα στο κάτω-κάτω. Όπου γάτα και φαΐ, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο!
Η πιο τρανή απόδειξη, κάτι σαν ανιχνευτής τροφής, είναι η …«ακέφαλη γάτα». Αυτή, δηλαδή, που σαλτάρει στο βουνό των σκουπιδιών και τρυπώνει γρατζουνώντας τις σφιχτοδεμένες σακούλες, έτσι αραδιασμένες –όπως είναι- σε ακτίνα μέτρων στο δρόμο, και ρίχνεται με ζήλο όλο της το πρόσωπο, μέχρι κι ο αυχένας στο σκουπιδαριό. Το πανηγύρι του ναζιάρικου ζωντανού γίνεται μήνες και εβδομάδες σ’ αυτόν τον τόπο, και οι ακέφαλες, στρουμπουλές γάτες, είναι πιο πολλές από τις άλλες που όλο θηλυκότητα και σεξαπίλ, πηγαινοφέρνουν με βάδισμα στιβαρό τα καπούλια τους. Δίχως παράπονο, ολόκληρος ο πληθυσμός των γατών, σε όποια γωνιά κι αν βρεθεί, θα βρει μια δαγκωνιά, για να γλειφτεί χορτάτη και να ξαπλώσει χωρίς γουργούρισμα κοιλιάς να ξαποστάσει.
Ένα σωρό στασίδια υπάρχουν, άλλωστε, στις γειτονιές. Από καναπέδες προικώους, στρώματα διπλωμένα στα δυο, κάγκελα μιας μωρουδίστικης κούνιας… Και όλες οι παρατρεχάμενες, αξιαγάπητες γατούλες, ποζάρουν στο φακό, σα μοντέλα ενός κόσμου μόνο με ομορφιές και φάτσες χαδιάρικες.




Τόνια Ζαραβέλα







