της Ιουλίας Χαρπίδου
– Καλοκαίρεψε, Λενιώ μου, καλοκαίρεψε, είπε ο παππούς, που ‘ταν καθισμένος σταυροπόδι στην πεζούλα και κράταγε με τις παλάμες το κεφάλι του πίσω. Πρέπει να σύρω μέχρι τους Γκαρίδες κανάτια και σταμνιά να παραγγείλω γιατί μονοκοπανιάς εχτές, δύο μου σπάσαν.
– Τι λες, βρε μαύρε μου; τ’ απάντησε η γιαγιά καθώς ξέπλενε τα χέρια της στην τσίγκινη βρυσούλα.
– Στο σαμάρι καθώς τάχα δεμένα, ξεκόλλησαν κι απ’ τα δυο τα χερούλια. Μα δεν πρόκαμα ο έρμος να τα πιάσω. Μονομιάς καταγής πέσαν και σπάσαν. Αχ…, αχ…., αχ…. να τα ‘λεπες χίλια κομμάτια γέναν.
– Μα κι ο Σιφναίος έχει καλά. Σύρ’ κι απ’ αυτόν να πάρεις πο ‘χουμε δα και κουμπαριά και θα στα περποιθεί… νισάφι, τον διέκοψε η γιαγιά σκουπίζοντας τα χέρια της με την προστοποδιά της.
– Έννοια σου, έννοια σου, ξέρω δα κανάτια να διαλέχνω…. Να λέω να πάρω ένα με ζωγραφιές, στην πλάκα αυτή να βάλεις, πλάι-πλάι στο βασιλικό για να μοσχοβολάει.
– Μωρ’ σύρε και φέρε ότι θες, αρκεί γερά να είναι. Κοίταξε, κακομοίρη μου, να ‘ναι καλοψημένα, να μπρίζουνε, να γεμίζουνε μικρές δροσοσταλίδες και δροσερό να κάνουν νερό όλο το καλοκαίρι. Γιατί φέτος, μου φαίνεται, πως θα μας φάει η «Κάψα», είπε κουνώντας το κεφάλι της.
– Κόρη μου, μπας κι έχεις όρεξη να πάμε παρεούλα; μου ‘πε ο παππούς.
– Θέλει και ρώτημα, καλέ παππού; Για πες μου όμως θα πάμε με τον Μάρκο;
– Φυσικά, πώς αλλιώς; Άντε ‘τοιμάσου και έφτασα, πάω μέχρι τ’ αλώνι να σαμαρώσω το ζωντανό κι έρχομαι να σε πάρω.
Για πότε βρέθηκα πορδιάσκελα στα καπούλια του Μάρκου, ούτε που το κατάλαβα. Καμαρωτή-καμαρωτή και αγέρωχη κρατούσα τα καμπάνια απ’ το σαμάρι, ενώ ο παππούς την καπιστράνα τράβαγε και πότε-πότε με τη βίτσα τον τσεντούσε. Στη διάβα όλοι μας καλημέριζαν, χαμπάρια στέλνανε ο ένας στον άλλον και εγώ χάζευα τα χρυσά στάχυα που κυμάτιζαν στην παραμικρή πνοή τ’ ανέμου και άκουγα του Μπόμπη το λαχάνιασμα που σα πιστό σκυλί ακολουθούσε. Ανάπνεα τις χίλιες μυρουδιές που η φύση ολόγυρα απλόχερα για χάρη μας σκορπούσε.
– Λέω απ’ τα Χαλδαίϊκα να πάμε… στου Σιφναίου να παραγγείλουμε τις στάμνες, όπως όρισε δα κι η γιαγιά σου, είπε σε κάποια στιγμή ο παππούς… Όμως το ζωγραφισμένο κανατάγι, απ’ τον Γκαρή θα πάω να το πάρω, γιατί μάτια μου τα ζωγραφίζει με μεγάλη μαεστρία. Φτιάνει λελούδια, πουλιά, καράβια φτιάνει άμα λάχει και καρδούλες, ακόμα δε κολλάει γερά στη μπροστινή μεριά του γυναικείο ανάγλυφο κεφάλι. Ε! ε! έτσι και το βάλεις κατά του Βοριά το παλεθύρι; Τούτο, μάτια μου, ιδρώνει και μπρίζει… Μπούζι σου λέω κάνει το νεράκι… Και όταν μέσ’ την κάψα το προσφέρεις; «Τη δροσιά του να ‘χεις» σου ‘φχονται όλοι. Μα να! φτάσαμε τσόλας στο Καμίνι. Ψου ου ου Μάρκο… Ψου ου, φώναζε και τράβαγε πίσω το καπίστρι.
– Καμίνι… ψιθύρισα.
– Ναι, είν’ ο φούρνος που ψήνουνε, όλα τούτα εδώ, τα τσαμασφίρια, και μου ‘δειχνε τις τσάσκες, τα κανάτια, τα τσουκάλια, τις στάμνες, τα κιούπια, τις λεκάνες ακόμ’ ακόμα τι κούπες και τους κουμπαράδες, πούσαν από κόκκινο πηλό φτιαγμένα.
– Και τον πηλό που τον βρίσκουνε, παππού; ρώτησα καθώς έσκυψα και πήρα έναν κουμπαρά.
– Τον κόκκινο, βρε μάτια μου, φέρνουν χώμα απ’ τα «κόκκινα» που λέγεται το Ρέμα, σιμά στον Άγιο Νεκτάριο. Τ’ άσπρα όμως, που φτιάχνει ο Γκαρής, φέρνουν απ’ την Πασπάρα χώμα, που ‘ναι στην Χαλασμένη, κατάκει, κοντά σε έναν κάβο. Πότε-πότε κει μάλιστα έρχονται και μαούνες, χώμ’ από δω να πάρουνε στον Περαία να πάνε. Φτιάχνουν τα σερβίτσια του ΚΕΡΑΜΙΚΟΥ που ακουστά ειν’ σ’ όλους. Μα ώσπου να γίνει το χώμα πηλός, περνάει «του λιναριού τα βάσανα και του Χριστού τα πάθη», είπε και κουνούσε τα χέρια του γνέφοντας στον Σιφναίο.
– Ε! κουμπάρε καλώς ήρθες, του φώναξε εκείνος, Χρόνια και ζαμάνια έχομε να σε δούμε.
– Δουλειές, δουλειές, κουμπάρε μου, δεν αποσώζουνται γλέπεις.
– Μωρ’ ας μην είχες κοντά το μαγκάνι και σου ‘λεγα ‘γω. Όλο και καμιά στάμνα θα σου ‘σπαγε. Ενώ τώρα θες νερό τσουπ, κατεβάζεις το χαρανί και νάτο! φρέσκο, φρέσκο. Ούτε στάμνες ούτε σταμνοστάτες. Και γυρνώντας σε μένα, άρχισε να λέει τον πόνο του: Άκου βρε μάθια μου. Άκου με… Γκρινιάζω γιατί ο έρημος κουράστηκα νισάφι, ξέρεις τι τραβάω ο καψερός να φτιάξω αυτά και τούτα; Έδειχνε όλα γύρω του, και βγάζοντας την τραγιάσκα τον ιδρώτα του σκούπισε με το πίσω μέρος της παλάμης του, συνεχίζοντας να μιλά. Να φανταστείς με τα παιδιά, χτυπούσαμε δυο μέρες με τον κόπανο, κάτι σβωλαρίδια! Να!! Θεόρατα σου λέω! Μα κείνα δεν τριβόσαντε, δε γενόσαντε σκόνη. Εκεί, στούτσοι σκέτοι ήσαντε. Έτσι τα παρατήκαμε και πήγαμε για άλλα. Χαμένος πήγ’ ο κόπος μας, χαμένη η δούλεψή μας. Και σου λέω άντε και τριφτήκανε, γενήκανε και χούμας. Τώρα έχουμ’ άλλα βάσανα. Κοσκίνισ’ το, λάσπωσ’το, πλάσ’το, καλά ντανιάρισέ το, ρίχνε του κάθε τόσο νερό, με τσουβάλια σκέπασ’ το να μη ξεραθεί διόλου. Άιντε μετά εσύ, κάτσε στον τροχό. Πάρε πηλό και αρχίνα. Θέλεις γλαστρί, θέλεις σταμνί, θες τσάσκα, θες σκουτέλι. Φτιάξε ότι έχεις να φτιάξεις. Πέρασέ τα τσουκάλια γυάλωμα και μπαντάνα τις στάμνες. Λιάσε τα έπειτα αρκετά, στεγνά να ‘ναι τελείως. Κι άναψε το Καμίνι σου με προσοχή μεγάλη. Τα μάτια σου δεκατέσσερα να ‘χεις και να παρά ‘χεις. Τις προάλλες μάθια μου, του Γκαρή ένας γιος έχασε το φως του, όταν πολύ κοντά πλησίασε τα ξύλα να σουνταβλίσει τον πήρ’ η Λάβα τον έρημο και τελείως ετυφλώθει. Μετά το ψήσιμο είν’ έτοιμα να πάνε, σε κάθε λογής νοικοκυριό τις ανάγκες να καλύψουν.
– Βλέπω, όμως, πως έχετε πάρα πολλά φτιαγμένα! είπα. Κανείς δεν ξέρει απ’ αυτά τι να πρωτοδιαλέξει, είν’ όλα τόσο όμορφα τόσο καλοπλασμένα! Δεν ξέρω, άλλο τι να πω «Γεια στα χέρια σου να ‘χεις!!!»
– Ωχ, μωρέ κουμπάρε, τι τα θες τι τα γυρεύεις, κάθε δουλειά έχει τα βάσανά της, είπε ο παππούς. Σάματις εγώ δεν κουράζομαι; Δώσε τόπο στην οργή και κάνε μάτια μου κουράγιο.
– Πάρε ότι θέλεις κόρη μου. Από μένανε πεσκέσι, αφού τόσο σ’ αρέσουνε. νάχεις να με θυμάσαι!
– Α! α! α! σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ… Να!! τον κουμπαρά θα πάρω… και όταν τον γεμίσω με λεφτά και χάμω άμα τον σπάσω, θα αγοράσω λιχουδιές κι όλους θα σας κεράσω.
– Πάρα πολύ ωραία!! Τώρα είμαστε πάτσι, μ’ απάντησε, χτυπώντας με στην πλάτη.
– Εγώ, κουμπαράκι μου καλό, στάμνες ήρθα να πάρω και μια λεκάνη πήλινη για τη λιαστή ντομάτα, είπ’ ο παππούς διαλέγοντας τις στάμνες.
– Μωρ’ από τώρα θες τη λεκάνη; Ακόμα δε σου κάρπισε η ντομάτα, μπελτέ την έκανες τσόλας;
– Α! κουμπάρε «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν»! Εξάλλου τι σε μέλει εσέ; πούληση δεν θες νάχεις; Τι τώρα; τι μετά ‘πο ένα μήνα, τ’ απάντησε και γυρνώντας σε μένα είπε:
– Τ’ άτιμα τα χέρια, όρεξη αν έχεις μάθια μου, όρεξη και μεράκι. Θάγματα φτιάνουνε μαθές, και μου ‘δειχνε όλα τα γύρω κεραμικά.
Τα πράγματα φορτώθηκαν στο σαμάρι πανωγώμι κι έτσι ο παππούς θα επέστρεφε στη Βαγία με τα πόδια. Μα προτού καλά-καλά κινήσουμε, ακούστηκε ο Σιφναίος να λέει:
– Ε, κουμπάρε, να προσέχεις τον τοίχο.
Ο παππούς κούνησε με νόημα το κεφάλι του και γέλασε.
– Καλέ παππού, γιατί σου ‘πε τον τοίχο να προσέχεις; ρώτησα.
– Κόρη μου, λένε πως «Όλοι φοβούνται το Θεό μα ο κανατάς τον τοίχο» γιατί έτσι κι ακουμπήσει σε κανά τοίχο το ζωντανό; …. πάνε καλιά τους οι στάμνες. Σπάσαν ούλες…
– Τώρα κατάλαβα είπα κι άρχισα να φωνάζω γελώντας: «Όλοι φοβούνται το Θεό μα ο κανατάς τον τοίχο».
από το βιβλίο: «Το τραγούδι του σπασμένου Ροδιού»
στη παρακάτω φωτογραφία: Ελληνικό σπιρτόκουτο του 1979 με απεικόνιση αιγινήτικο κανάτι.
“Έτος για την Ελληνική Παράδοση 1979, Ελληνικό Λαϊκό Κεραμικό από το Φωτογραφικό Αρχείο του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ.”








