Γράφει ο Νίκος Σάνσης
Στο σούπερ μάρκετ, σε μια γωνιά, μάσκες, σερπαντίνες, κομφετί, καπέλα, αποκριάτικα. Απόκριες σκέφτηκα. Απέναντι ακριβώς, σε άλλο ράφι του καταναλωτικού ναού, σειρά από τα σαρακοστιανά είδη, καλαμαράκια, χταπόδι, ντολμαδάκια, μαζί με κάποιες άλλες ακριβότερες λιχουδιές. Καθαρή Δευτέρα θυμήθηκα.
Τίποτα όμως δεν θυμίζει τα ήθη και τα έθιμα του χθες, όπως την τελευταία Κυριακή, της Τυρινής, με τα γαϊτανάκια στους δρόμους, τις γκάιντες, και τα ταμπούρλα – σαν ηχητική προθέρμανση – για ξεφάντωμα. Στα σπιτικά το κοκκινιστό κρέας με μακαρονάδα να μοσχοβολούν, ντομάτα, σκόρδο και γαρύφαλλο, με τυρόπιτα, για συμπλήρωμα, την κεχριμπαρένια ρετσίνα, από δρύινο βαρέλι κάποιας κοντινής ταβέρνας, και το απαραίτητο τερψιλαρύγγιο γαλατομπούρεκο για το τέλος. Το βράδυ όλοι μασκαρεμένοι σε χορούς σε δρόμους η σε σπίτια.
Να θυμηθούμε Αθήνα και Πάτρα, όπου τα κέρινα αυγά, γεμάτα χαρτοπόλεμο και τις σοκολάτες, να πέφτουν σαν οβίδες, μεταξύ των γλεντζέδων σε μάχες αδιάκοπου γλεντιού.
Και το ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας, να βρίσκει μπακάλικα και μανάβικα ανοικτά, με τα απλά νηστίσιμα καλούδια και τα ζαρζαβατικά, γαστριμαργική πρόκληση για κάθε αχόρταγο μάτι. Οι φούρνοι με την «ζεστή αλανιάρα» λαγάνα, αχνιστό συμπλήρωμα στο τραπέζι της μέρας. Τα δε τραγούδια στα σπίτια μόνιμη ηχητική νότα, στο τσούγκρισμα κάθε ποτηριού.
Όνειρο ήταν και χάθηκε στην σκόνη των αναμνήσεων.
Αναρωτιέμαι. Ο σημερινός άνθρωπος δεν νοιώθει την ανάγκη, να τραγουδήσει, να γλεντήσει, να χορέψει; Σαφώς νοιώθει. Απλά ο τότε Έλληνας πολύ φτωχότερος από τον σημερινό όμοιο του, έχοντας βιώσει πολέμους, εμφυλίους, έβγαζε όπου μπορούσε την χαρά του.
Σε αντίθεση με τον σημερινό, που μοιάζει φυλακισμένος, στ΄ αγαθά μιας ανελεύθερης καταναλωτικής κοινωνίας που έφτιαξε, με απληστία, αλαζονεία, φόβο, ανασφάλεια, σαν μάσκες για το ψεύτικο και δυστυχισμένο πρόσωπο του.
Και πόσο τώρα που η χώρα περνά πολύ δύσκολες ώρες, και ο ίδιος βλέποντας τον χάρτινο αετό στους ουρανούς, ψάχνει απελπισμένα για το αύριο.
Καλά κούλουμα !