ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

“Ο θάνατος και η Παρθένα” του Σούμπερτ

1821: Ο Σούμπερτ εκδίδει το τραγούδι «Ο θάνατος και η Παρθένα», που στη συνέχεια θα το μετεξελίξει σε έργο για κουαρτέτο εγχόρδων:

 

1821: Ο Σούμπερτ εκδίδει το τραγούδι «Ο θάνατος και η Παρθένα», που στη συνέχεια θα το μετεξελίξει σε έργο για κουαρτέτο εγχόρδων:

 

Φραντς Πέτερ Σούμπερτ

Γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1797 στο Λίχτενταλ (Liechtental, προάστιο της Βιέννης), όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. ‘Ηταν 12ο από 14 παιδιά στην οικογένεια και τα παιδικά χρόνια πέρασαν αντίστοιχα μέσα σε ένα περιβάλλον δουλειάς, αρκετά αυστηρής πειθαρχίας, αλλά και μουσικής παιδείας. Ο πατέρας του και τα αδέλφια του μικρού Σούμπερτ έπαιζαν όλοι από ένα όργανο και εκτελούσαν συχνά σε ομάδες μουσική δωματίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον καλλιεργήθηκε η μουσική ιδιοφυΐα του μετέπειτα μεγάλου συνθέτη..

Ειδικότερα, ο Φράντς πήρε από τον πατέρα του μαθήματα βιολιού και από τον αδερφό του Ιγνάτιο μαθήματα πιάνου, ενώ κατόπιν συνέχισε μουσικές σπουδές στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι, εκκλησιαστικό όργανο με τον αρχιμουσικό Μ. Χόλτσερ (M. Holzer). Το 1808 έγινε μέλος της αυτοκρατορικής χορωδίας και σπουδαστής στο προσαρτημένο μοναστήρι. Τα πρώτα τραγούδια (Lieder), που συνέθεσε γύρω στο 1811, κίνησαν το ενδιαφέρον του αρχιμουσικού της Αυλής Α. Σαλιέρι (Antonio Salieri), o οποίος το 1812 τον περιέλαβε στους μαθητές του και προσπάθησε αργότερα, αν και χωρίς επιτυχία, να τον βοηθήσει να καταλάβει διάφορες  θέσεις.

Το 1813 βγήκε από το μοναστήρι και διορίστηκε δημοδιδάσκαλος. ‘Ετσι μπόρεσε να αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη σύνθεση. Το 1814 εκτελέστηκε δημόσια η Λειτουργία  του (Messe, ), ενώ στο  επόμενο έτος ανήκει το γνωστό τραγούδι (Lied) Η Μαργαρίτα στο Ροδάνι (Gretchen am Spinnrade, ) σε στίχους του Γκαίτε, που θεωρείται ένα από τα πρώτα αριστουργήματα του Σούμπερτ. Αυτό το τραγούδι (Lied) το έγραψε ο Σούμπερτ σε ηλικία 17 ετών και θεωρείται αρχέτυπο του είδους του. Εδώ η συνοδεία του πιάνου γίνεται το βασικό μέρος του τραγουδιού,: τα δέκατα έκτα του δεξιού χεριού () καθρεπτίζουν με μια κυκλική φιγούρα την περιστροφική κίνηση του ροδανιού, ο ρυθμός του αριστερού χεριού την ώθηση του ποδιού στο πεντάλ, τα παρεστιγμένα μισά το ακίνητο πλαίσιο. Το εισαγωγικό μέρος σκιαγραφεί τη διάθεση, πριν ακόμα αρχίσει το κείμενο, ενώ έπειτα ηχεί το τραγούδι σαν αναπόληση ().

Ο Σούμπερτ έγραφε μουσικά έργα με μεγάλη ευκολία και εντυπωσιακή ταχύτητα. Το 1815, σε ηλικία 18 χρονών, όταν του έφεραν το ποίημα του Βασιλιά των Σκλήθρων το διάβασε και ύστερα το  απήγγειλε μεγαλόφωνα σε μερικούς φίλους του. Αμέσως μετά κάθισε στο τραπέζι της δουλειάς του και έγραψε μονομιάς την υπέροχη μουσική του μετάφραση (). Το ίδιο βράδυ, οι συμμαθητές του, παίρνοντας το χειρόγραφο που είχε γράψει ο ίδιος, δίχως να χρησιμοποιήσει κανένα όργανο, τον έβαλαν να ακούσει στο πιάνο την συναρπαστική αυτή σελίδα που μάγεψε τον κόσμο.

Τόσο κοινωνικός, όσο ο Μπετόβεν μισάνθρωπος, ο Σούμπερτ είχε ανάγκη, για να αισθάνεται εντελώς άνετα, να περιστοιχίζεται από χαρούμενους φίλους. Μη τρέφοντας καμιά φιλοδοξία, αγαπούσε την απλή και εγκάρδια ζωή στις ταβέρνες και στα πανδοχεία των προαστίων της Βιέννη, στα οινοπωλεία (Weinstuben) και στις μπυραρίες (Bierstuben), όπου οι φίλοι του τον περιέβαλαν με την στοργή τους και όπου έγραφε τα Lieder του στην γωνιά ενός τραπεζιού, μέσα στους καπνούς των πούρων, με περισσότερη ευφορία παρότι μέσα στην σιγή της άχαρης και σκυθρωπής του κάμαρας.

‘Αλλωστε σε όλη την διάρκεια της σταδιοδρομίας του υποστηρίχθηκε από  εξαίρετους συντρόφους που έβαλαν τα δυνατά τους για να διευκολύνουν τις προσπάθειες αυτού του ανίκανου να υπερασπιστεί μόνος του τα συμφέροντά ου καλλιτέχνη. Οι ποιητές Σόμπερ (Schober), Μάιερχόφερ (Mayerhofer), οι αδερφοί Χύτενμπρένερ (Huettenbrenner), οι ζωγράφοι Σβιντ (von Schwind) και Κούπελβίζερ (Kuppelwieser) καθώς και μερικοί άλλοι θαυμαστές, σχημάτισαν γύρω του μια τιμητική φρουρά και κατόρθωσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον του διάσημου τραγουδιστή Φογκλ (Vogl), που έγινε ο καλύτερος ερμηνευτής και ο πιο δραστήριος προπαγανδιστής του συνθέτη και των έργων του. Μαζί με αυτούς τους συντρόφους οργανώνονταν οι περίφημες Σουμπερτιάδες, χαρούμενες εκδρομές και μουσικές συγκεντρώσεις, όπου έπαιρναν μέρος και κάμποσες νέες κοπέλες, ευτυχισμένα αναπνέοντας αυτή την ατμόσφαιρα της ανεμελιάς και της τέχνης που σε λίγο θα γοήτευε την Γαλλία του Μποέμ του Henry Murger.

Το 1818 ανέλαβε την μουσική εκπαίδευση των δύο γιων του κόμη Εστερχάζυ (Esterhazy), γεγονός που του εξασφάλισε κάποια οικονομική άνεση, επιτρέποντάς του να περνά τον χειμώνα στην Βιέννη και το καλοκαίρι στην ουγγρική εξοχή. Αυτή ήταν η πιο άνετη και γονιμότερη, από μουσική άποψη, περίοδος της ζωής του νεαρού συνθέτη, που οι φίλοι και θαυμαστές του προσπαθούσαν να παρουσιάσουν στο κοινό, επιδιώκοντας όμως ταυτόχρονα – σύμφωνα με τις προτιμήσεις της εποχής-  να προβάλλουν το μελοδραματικό του έργο, είδος που
Ο Σούμπερτ το 1821, 24 ετών.
Ο Σούμπερτ το 1821, 24 ετών, πίνακας του Kuppelwieser
αντιπροσωπεύει λιγότερο την τέχνη του. ‘Eτσι παρουσιάστηκε στο κοινό η οπερέτα Οι Δίδυμοι (Die Zwillingsbrueder, ), το 1818-19 και το μελόδραμα  Η Μαγική ‘Aρπα (Die Zauberharfe, ) το 1820, από την οποία έμεινε μόνο η εισαγωγή με τίτλο Ροζαμούνδη (Rosamunde, ). Αντίθετα ο Σούμπερτ σημείωνε διαρκώς μεγαλύτερες επιτυχίες με τα Lieder του, πολλά από τα οποία εκδόθηκαν με προεγγραφές συνδρομητών. Κατεχόμενος όμως από την έντονη αγωνία της συνθέσεως, ο Σούμπερτ πέρασε σχεδόν στη σκιά και άτακτα  τα λίγα χρόνια της ζωής του.

Ο Σούμπερτ  ήταν ειλικρινής θαυμαστής του Μπετόβεν, δεν τον γνώρισε όμως προσωπικά. Ο θάνατός του κορυφαίου συνθέτη, τον Μάρτιο του 1827, συγκλόνισε βαθύτατα τον Σούμπερτ, ο οποίος συμμετείχε στην κηδεία τουκρατώντας ένα αναμένο δαυλό, όπως πολλοί άλλοι Βιενέζοι.

Το έτος 1822 διαπιστώθηκε ότι πάσχει ο Σούμπερτ από σύφιλη, ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια εκείνη την εποχή. Αυτό το γεγονός δημιούργησε στο μεγάλο συνθέτη μία κατάσταση κατάθλιψης και επηρέασε σημαντικά τη συμπεριφορά του μέχρι το θάνατό του. ‘Eπειτα από μια περίοδο αναπαύσεως, καταπιάστηκε και πάλι με συνθέσεις που κρίθηκαν αργότερα ως αριστουργήματα, όπως ο κύκλος των τραγουδιών ΧειμωνιάτικοΤαξίδι (Winterreise, ) που μόνος του θα ήταν αρκετός για να  αποδείξει την μεγαλοφυΐα του. Πέθανε στις 19 Νοεμβρίου1828 από τύφο και θάφτηκε με φροντίδα των πολλών φίλων του, αν και μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό, δίπλα στον Μπετόβεν.

Ο Σούμπερτ έμεινε, όπως προαναφέρθηκε, άγνωστος σο ευρύ κοινό και «ανακαλύφθηκε» αργότερα από τον Σούμαν. Η Ημιτελής Συμφωνία του εκτελέστηκε πρώτη φορά το 1865. Η πλούσια παραγωγή του μεγάλου συνθέτη περιλαμβάνει:

    Εννέα συμφωνίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν η τέταρτη, η ονομαζόμενη Τραγική () και η πέμπτη (), αμφότερες του 1816, η όγδοη – η λεγόμενη Ημιτελής () και η ενάτη (), αντίστοιχα το 1822 και το 1828.
    Κουαρτέτα, ανάμεσά τους το περίφημο Ο Θάνατος και η Κόρη (Der Tod und das Maedchen, ) που χρονολογείται από το 1816.
    Κουιντέτα, από τα οποία ξεχωρίζει  Η Πέστροφα  (1815).
    Σονάτες για πιάνο, για δύο ή τέσσερα χέρια.
    Μουσικές Στιγμές, Αυτοσχεδιασμοί, Εμβατήρια, πολλές χορωδιακές σελίδες.
    Περίπου 600 τραγούδια (Lieder), 72 σε στίχους του Γκαίτε, ο οποίος όμως δεν πληροφορήθηκε ποτέ την ύπαρξη του Σούμπερτ.
    Επτά Λειτουργίες και πολλά άλλα μουσικά έργα οργανικής και φωνητικής μουσικής.

Ο Σούμπερτ το 1825
Ο Σούμπερτ το 1825
Η μουσική του Σούμπερτ, αν και δεν εκτιμήθηκε συνειδητά από τους συγχρόνους του, περιβαλλόταν από ένα αόριστο φωτοστέφανο φήμης. Το γεγονός ότι ετάφη δίπλα στον μόλις πριν από ένα χρόνο αποθανόντα Μπετόβεν δείχνει ότι οι γνώστες της μουσικής δεν έκαναν διάκριση μεταξύ του τιτάνιου ύψους της του Μπετόβεν και της λεπτής τέχνης του Σούμπερτ. Κι αν η μουσική έφθασε, με τον Μπετόβεν στην ηρωική έξαρση ενός θέματος που αναπτύσσεται με αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια, η μουσική του Σούμπερτ σκιαγραφεί ηχητικά οικοδομήματα, τα οποία τελειώνονται ήδη με την  εξαγγελία του μουσικού μοτίβου, που παρέχει  από μόνο του την εκφραστική ανέλιξη  όλου του έργου.

Ενώ με τον Μπετόβεν  η μουσική συνεχίζει την παράδοση των Μπαχ, Χάυντν και Μότσαρτ, με τον Σούμπερτ βρήκε μια πρωτότυπη έκφραση  με τη συχνή επανάληψη του μοτίβου που παρουσιάζεται  με τη χρωματική ποικιλία – χαρακτηριστικό της τέχνης του –  και όπου εκφράζεται όλη η καλλιτεχνική ευαισθησία του μουσικού, χωρίς , θα μπορούσε να πει κανείς, στυλιστική ανάπτυξη. Η επιτυχής εφευρετικότητά του, που φάνηκε ήδη από την αρχή, πλουτίστηκε με νέες χρωματικές  αποχρώσεις στον τομέα του αρμονικού και ηχοχρωματικού  γούστου. Η μουσική του Σούμπερτ προαναγγέλλει συχνά εκφραστικές λύσεις που βρίσκονται αργότερα στον Σοπέν και στον Μπραμς, στον Βάγκνερ και στον Ντεμπισύ.

 

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.