FEATURED ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος για το νέο του βιβλίο, το «Αμφιθέατρο»

Written by aeginalight

Περίπου δύο εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του τον περασμένο Νοέμβρη, το «Αμφιθέατρο»

 

Περίπου δύο εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του τον περασμένο Νοέμβρη, το «Αμφιθέατρο» του Δημήτρη Ποταμιάνου, κατετάγη από την εφημερίδα «Το Βήμα» στα 100 βιβλία- προτάσεις για ανάγνωση του 2014. Το νέο μυθιστόρημα του ομότιμου καθηγητή Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου περιγράφεται ως μία τραγική φαρσοκωμωδία γύρω από την ακαδημαϊκή και πολιτική ζωή της Ελλάδας  του 2000 και κινείται στη σφαίρα της ηδονής, της φαντασίωσης, των γενεσιουργών αιτιών της ελληνικής κρίσης και της αθέατης όψης της σύγχρονης πανεπιστημιακής κοινότητας.

«Σε αυτό το βιβλίο, ο Δημήτρης Ποταμιάνος  κατάφερε να αφηγηθεί τη διαδρομή, όχι απλά μέχρι την κρίση, αλλά μέχρι την κατάρρευση της βαθειά χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας», είχε αναφέρει στην πρώτη πανελλήνια παρουσίαση του «Αμφιθεάτρου» στην Αίγινα ο Γιάννης Κακουλίδης, σημειώνοντας ότι κατά τη γνώμη του το πόνημα αποτελεί εξαιρετικό δείγμα λογοτεχνίας από την άποψη «της Τέχνης του λόγου». Συνεπώς αναγορεύεται ως βιβλίο όλων των ηλικιών, μιας κι έχει το ίδιο ενδιαφέρον για τους νεότερους, αλλά και τους σύγχρονους του συγγραφέα.

Συμπληρώνοντας ακριβώς ένα μήνα παρουσίας στα βιβλιοπωλεία της Επικράτειας, ο Δημήτρης Ποταμιάνος μάς μιλά για το «Αμφιθέατρό» του,  το οποίο ξεκίνησε το ταξίδι του με ζεστό και ούριο άνεμο από την Αίγινα, με μπαγκάζια την παρουσία Αιγινητών φίλων, ατόμων  που τον έχουν εντυπωσιάσει τα δώδεκα τελευταία χρόνια  κατά τα οποία διαμένει, δημιουργεί και συμμετέχει στο νησί του Σαρωνικού, σ’ ένα όμορφο σπίτι «πνιγμένο»  με όποιο πράσινο βλαστάνει στην Αττική γη.  
«Η βραδιά της παρουσίασης στην Αίγινα ήταν κάτι σημαντικό και από την άποψη της αιγινήτικης συντροφιάς. Αισθάνθηκα πολύ πιο κοντά στην Αίγινα, αν και δε γίνεται να πάω πιο κοντά, αισθάνομαι πλέον σα να έχω γεννηθεί στο νησί.  Ήταν εκεί άνθρωποι που έχω γνωρίσει τα τελευταία πέντε- έξι χρόνια, άτομα  που με έχουν εντυπωσιάσει. Ο καθένας στον τομέα του, ζωγράφος ή παραγωγός, γιατρός και πολιτευτής, είναι πάρα πολύ αφοσιωμένος και πολύ εμπνευσμένος. Από την άλλη μεριά είναι και πάρα πολύ δεμένος με τους καλούς φίλους, πράγμα που δε το συναντάς στην Αθήνα παραδείγματος χάριν.

Στην Αθήνα είναι ένα σινάφι, ένας κλειστός κύκλος ας πούμε, διάφοροι πολιτιστικοί κύκλοι. Τους βλέπεις και χαιρετιούνται, φιλιούνται, κάνουν- δείχνουν, αλλά όλα αυτά είναι υποκριτικά, εδώ υπάρχει μια θερμότητα και μία οικειότητα που είναι ολοφάνερη. Θα ανταλλάξεις φιλιά και χαιρετούρες με κάποιον και ξέρεις πως το εννοεί, δεν έχει αυτό το φοβερό να βγάλει κάτι από εσένα, απλώς σου εκδηλώνει τη χαρά του. Η αλήθεια είναι ότι είμαι εκτός σιναφιού, σε ότι αφορά τα καθιερωμένα  λογοτεχνικά και φιλολογικά σινάφια των μεγάλων εφημερίδων. Δε με πειράζει. Ξέρω επίσης, πως με μερικούς από τους ανθρώπους που είναι σε αυτά τα κέντρα εξουσίας,  τα αθηναϊκά, έχω κοντραριστεί για διαφόρους λόγους κατά καιρούς. »

Κόντρα που γεννήθηκε και μέσα από τη συγγραφική σας παραγωγή;

«Το πρώτο μου πεζό –το πρώτο μεγάλο μου πεζό-, τα «Χωρικά Ύδατα» εκδόθηκε το 1996 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Εκεί παρουσίαζα τον κόσμο της ελληνικής ναυτιλίας, μία εφοπλιστική οικογένεια, όπως η δική μου, για παράδειγμα. Εκείνο που με ενδιέφερε πάντα –εκείνο που με ενδιέφερε και τότε- ήταν το ιστορικό φόντο, το φόντο της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Η οικογένεια για την οποία σε αυτό το βιβλίο μιλάω, λανσάρισε τις κρουαζιέρες στην Ελλάδα. Περιέγραφα (και στο «Αμφιθέατρο» σε κάποια σημεία προσπαθώ να περιγράψω) το λούμπεν καπιταλιστικό σύστημα. Είναι ένας όρος, ο λούμπεν καπιταλισμός, τον οποίο δανείζομαι από τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο της 17 Νοέμβρη, όχι ότι συντάσσομαι με τη σπείρα, ούτε ότι κάνω το εγκώμιο της οργάνωσης, δεν πιστεύω κατά κανέναν τρόπο στις μορφές πάλης που προέβαλαν ως δήθεν αγωνιστική, αλλά ως όρο τον βρίσκω πάρα πολύ πετυχημένο. Με λίγα λόγια σημαίνει ότι έχουμε έναν καπιταλισμό, ένα καπιταλιστικό σύστημα το οποίο δεν είναι επιχειρηματικό με την έννοια της επιχειρηματικότητας στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, αλλά είναι μια αφαίμαξη του κράτους. Στην ουσία η φόρμουλα του Ωνάση «the other people’s money»:  κάνω επενδύσεις με τα λεφτά των άλλων∙ καταφερτζής ήταν ο Ωνάσης, κατάφερνε να παίρνει λεφτά από τους Άραβες, τις τράπεζες. Αυτή η φόρμουλα μεταφέρθηκε σε εμάς ως «other people’s money», δηλαδή  τα λεφτά των άλλων ανθρώπων, αλλά είναι του κράτους τα λεφτά. Προσπαθώντας να αναδείξω αυτό το κοινωνικό και οικονομικό φόντο, γεννήθηκε κόντρα, αφού  ο εν λόγω ναυτιλιακός όμιλος είχε στενές σχέσεις με το
ν Λαμπράκη του ΔΟΛ.

Θέλω να καταλήξω ότι και μέσα από τα βιβλία μου, και από την εν γένει συμπεριφορά μου έχουν δημιουργηθεί κόντρες.»

Μετά και από την έκδοση του βιβλίου του «Αλληλέγγυες Μέρες» πέρυσι, ο κ. Ποταμιάνος δεν περιμένει αφιερώματα ή κριτικές σε μεγάλες «αν μπορεί να τις πει πια κανείς μεγάλες» εφημερίδες.
«Αυτές οι κριτικές που δημοσιεύονται στα μεγάλα έντυπα, είναι κυρίως για να βαυκαλίζονται και οι μεν και οι δε, και αυτοί που τις γράφουν και αυτοί για τους οποίους γράφουν. Βασίζομαι πια πάρα πολύ στο από στόμα σε στόμα, το πιστεύω.

Ένα μυθιστόρημα που μου άρεσε παρά πολύ τα τελευταία δέκα- δεκαπέντε χρόνια ήταν «το Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», το οποίο και έγινε ταινία μετά. Ο συγγραφέας του είχε πει ότι δεν είχε πάρει καμία κριτική από τον παραδοσιακό τύπο, κυκλοφόρησε και πέτυχε μόνο και μόνον από στόμα σε στόμα. Νομίζω ότι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από όλα. Και τα ηλεκτρονικά μέσα, τα social media αγγίζουν περισσότερο τον κόσμο σήμερα και επιτρέπουν τη διάδοση από στόμα σε στόμα. Έχω πάρει κάμποσα μηνύματα, από ανθρώπους που βρέθηκαν στις  παρουσιάσεις  ή διάβασαν τις προδημοσιεύσεις. Για μένα, αυτό φαίνεται πιο ενθαρρυντικό.»

Το μυθιστόρημα διατρέχουν τα πολιτικά γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα. Οι πρωταγωνιστές του «Αμφιθεάτρου» παρακολουθούν και σχετίζονται, όχι πάντοτε αγαθά, με την Κεντρική Εξουσία, τον πρωθυπουργό Ηπίτη, τις δράσεις του πολιτικού Χατζόπουλου και τις δημοσιογραφικές νόρμες της παντοκρατορίας Πετρόπουλου. Ο Δημήτρης Ποταμιάνος αφήνει στον αναγνώστη την αντιστοίχιση των προσώπων του μύθου, με τα πρόσωπα της πραγματικότητας.

Ο κ. Γιάννης Κακουλίδης, διαβάζοντας το «Αμφιθέατρο» και παρουσιάζοντάς το, είπε πως οι αναφορές σας για την πολιτική ζωή και τα πρόσωπα που κυριάρχησαν τη δεκαετία του ’90, σας θέτει σε κίνδυνο μηνύσεων ή αγωγών επί διασυρμό ή συκοφαντία. Είστε έτοιμος να αντιμετωπίσετε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

“Ισχύει το όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται. Να διαβάσει και να πει κάτι ποιος; Ο Σημίτης, να πει πως δεν είναι ο Ηπίτης του μυθιστορήματος;  Ή ο κ. Παπαλεξίου, που προφανώς είναι ο Παπαντωνίου; Δε νομίζω πως υπάρχει τέτοια περίπτωση. Άλλωστε θα είναι προβολή για το βιβλίο να βγουν και να διαμαρτυρηθούν, πόσω μάλλον να προχωρήσουν σε μηνύσεις. Δεν έχω γράψει πράγματα που δε συνέβησαν και ούτε με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες τι λεφτά έβαλε στην τσέπη του ο Τσοχατζόπουλος. Νομίζω ότι  απευθύνομαι στην ουσία του προβλήματος, που είναι ότι ο εκσυγχρονισμός και η αριστερή ιδεολογία στην ουσία ισοπεδώθηκαν από τη β’ φάση του ΠΑΣΟΚ. Και ούτε με ενδιαφέρει ότι προσχώρησαν στα νεοφιλελεύθερα και όλα αυτά που λένε, πιστεύω άκριτα, μερικοί σχολιαστές. Προδώσανε την ίδια την έννοια του σοσιαλισμού, που είναι η έννοια της δικαιοσύνης και της αξιοκρατίας, δεν είναι τόσο το οικονομικό μοντέλο. Στο κάτω- κάτω είναι ένα μοντέλο, το μοντέλο της αγοράς, στο οποίο πιστεύω. Το περιγράφει πολύ ωραία αυτός που αναθεματίζουμε διαρκώς ως νεοφιλελεύθερο, ο Φίντριχ Χάγεκ, ο οποίος μιλώντας για την ελεύθερη αγορά, σε σχέση με το σχεδιασμό από το κράτος της οικονομίας, θέλει να πει ότι η ελεύθερη αγορά είναι βασικά πηγή γνώσης. Αυτό είναι κυρίως, άλλο πώς μπορεί να την εκμεταλλευτεί, να την καπηλευτεί. ο οποιοσδήποτε, αλλά κατά βάση είναι πηγή γνώσης, γιατί μοιράζει σε όλον τον κόσμο, παραγωγούς και καταναλωτές στοιχεία για το πώς μπορούν να δραστηριοποιηθούν, οι μεν παραγωγοί για να λειτουργήσουν επιχειρηματικά και οι δε καταναλωτές για να ψωνίσουν τα πιο καλά πράγματα. Με αυτήν την έννοια είναι γνωστικό εργαλείο η αγορά. Σε αυτό πιστεύω ακράδαντα. Βεβαίως, με κρατικό έλεγχο εκεί όπου χρειάζεται.

Θέλω να πω πως, αυτό που πρόδωσαν οι εκσυγχρονιστές, δεν ήταν ότι προδώσανε την αγορά, πρόδωσαν τη δικαιοσύνη και την έννοια του αξιοκρατικού ήθους. Δε με ενδιαφέρει ούτε να σπιλώσω κανέναν, δεν πιστεύω πως σπιλώνω κάποιον. Με ενδιαφέρει απλώς να δείξω ένα πρόγραμμα που μας οδήγησε  σε αυτό το χάλι. Απευθύνεται το βιβλίο και στους νέους φοιτητές, τους νέους ανθρώπους που δεν τα έζησαν αυτά τα πράγματα, αλλά καλό είναι να μπορούμε να ξέρουμε από πρώτο χέρι, από πού ήρθαν.  Δε ξυπνήσαμε ξαφνικά με αυτήν την κρίση. Αυτοί οι άνθρωποι έθαψαν το σχέδιο του Γιαννίτση, για τον οποίο χρησιμοποιώ το ψευδώνυμο Γιωργίτση.  Ο Γιαννίτσης την εποχή εκείνη είχε κάνει μία πολύ εμπνευσμένη πρόταση για να λυθεί το ασφαλιστικό, έτσι όπως την περιγράφω άλλωστε και στο βιβλίο. Ακρότητες παραδείγματος χάριν για την πρόωρη σύνταξη. Βλέπεις ανθρώπους κα
ι σήμερα ακόμη στα 45-50 τους οι αξιωματικοί πάνω από όλα και μετά οι γυναίκες είναι συνταξιούχοι. Μια χώρα κατά την οποία τα τρία τέταρτα θα είναι συνταξιούχοι δεν μπορεί να περπατήσει. Ποιός θα δώσει λεφτά για τα ταμεία; Είχε το σχέδιο και το πρότεινε, και ήταν κάτι σαν πολιτική αυτοκτονία και ο ίδιος ήξερε πως θα το πλήρωνε.

Ποιός θα μου κάνει μήνυση γι’ αυτό, είναι καταγεγραμμένα τα γεγονότα. Εγώ τα βάζω σε έναν ιστορικό καμβά για να μπορέσω να είμαι πιο πειστικός και να είναι λίγο πιο ευπαρουσίαστα και πιο ελκυστικά.”

Γιατί επιλέξατε να εκδοθεί αυτό το βιβλίο τούτη τη χρονική στιγμή, σε μία εποχή όπου κυκλοφορούν πολλά βιβλία, τα οποία και μιλούν, επεξηγούν και αναλύουν την κρίση;

“Επειδή τώρα τελείωσα το έργο. Ξεκίνησα να το γράφω πριν από μία δύσκολη χειρουργική επέμβαση που έκανα πριν από τρία χρόνια και το παράτησα, διότι φανταζόμουν πως χρειάζομαι περισσότερη αυτοσυγκέντρωση. Τότε ετοίμασα τις «Αλληλέγγυες Μέρες» των οποίων τα κείμενα ήταν ήδη δημοσιευμένα. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνθηκα, ειλικρινά, με το γράψιμο πως ήταν μια ιδέα που με είχε στοιχειώσει, ήταν μέσα μου και έπρεπε να βγει. Κατά κανέναν τρόπο με αυτό το βιβλίο δε λέω πως προσπαθώ να εξηγήσω την κρίση, τι να την εξηγήσω άλλωστε, είναι πασιφανής. Επειδή έχουν εκδοθεί τελευταία βιβλία που όλα συνδέονται με την κρίση, εγώ παίρνω τις αποστάσεις μου. Και για τις «Αλληλέγγυες Μέρες» δεν πιστεύω ότι η αναζωπύρωση της Αλληλεγγύης στα λημέρια μας οφείλεται σε όλες αυτές τις ιστορίες με τα «Όλοι μαζί μπορούμε», αλλά έχουν περισσότερη σχέση με τα Μέσα. Οι Έλληνες νεολαίοι παρακολουθούν  τον παγκόσμιο βηματισμό προς όλο και πιο συνεργατικά δίκτυα. Αυτό με ενδιαφέρει. Η σύμπτωση της κυκλοφορίας του βιβλίου δεν οφείλεται στο ότι ήθελα να πω κι εγώ το κατιτίς μου για το τι μας οδήγησε στο χάλι αυτό.”

Οι ομιλητές στις παρουσιάσεις μέσα από τις εισηγήσεις τους προέτρεψαν το αναγνωστικό κοινό να διαβάσουν το «Αμφιθέατρο». Εσείς για ποιους λόγους θα τους το προτείνατε;

“Για να καμαρώσουν την πορεία μιας ηρωίδας, μιας αληθινής γυναίκας, αυτής  η οποία για ένα διάστημα βρίσκεται υπό  τη σαγήνη και την επιρροή δασκάλων και κάποια στιγμή βρίσκει το  δικό της δρόμο. Σε αυτό το σημείο ακολουθώ την προτροπή μιας φοιτήτριάς μου, η οποία είχε έρθει και με είχε βρει, της είχε αρέσει το βιβλίο μου τα «Χωρικά Ύδατα», άλλα είχε το παράπονο ότι κακομεταχειριζόμουν τη μία από τις δύο πρωταγωνίστριες, ερωμένη κατά κάποιο τρόπο του πρωταγωνιστή, την οποία την είχε λίγο ταλαιπωρήσει και εκείνη υποταγμένη στη μοίρα της, τον ακολουθεί, έκανε ότι μπορούσε να τον βοηθήσει, αλλά ήταν πάντοτε από κάτω. Και μου είπε ότι έχει αυτό το παράπονο.

Και η πρωταγωνίστρια του «Αμφιθεάτρου» λέει κάπου μέσα στο βιβλίο:

«Μην με ψάξεις, διότι δεν θα με βρεις. Ξενιτεύομαι, αναζητώ άλλη γη κι άλλα μέρη. Αλλιώτικο αέρα. Θα’ θελα όμως να σε παρακαλέσω ένα τελευταίο πράγμα: να τηρήσεις την υπόσχεση που μου έδωσες, βουβά έστω, όταν ξαναβρεθήκαμε και σμίξαμε τον περασμένο χρόνο. Να διορθώσεις σε ένα μελλοντικό κείμενό σου την αδικία που έκανες στο προηγούμενο πεζό σου, στη δήθεν παρακατιανή κι άβουλη εκείνη «ηρωίδα» σου. Ξέρω ότι μπορείς και θέλεις να το κάνεις.

Με την αγάπη μου πάντα,

Ευανθία.»

Θα ήθελα επίσης, να δουν οι νεότεροι τί μας οδήγησε σε αυτό το χάλι και να χαρούν τον ωραίο έρωτα έτσι όπως τον περιγράφω σε αρκετά σημεία, το να μπορεί δηλαδή να χαίρεται κανείς και να ζει απολαυστικά και δίκαια τον έρωτα.”

Το «Αμφιθέατρο» του Δημήτρη Ποταμιάνου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

 
Τόνια Ζαραβέλα
φωτο: 
Aegina Light

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.