ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ματιές στην Αρχαία Αιγινήτικη Ιστορία: Εν αρχή είν’ ο μύθος

Written by aeginalight

της Άννας Ρόδη

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Α. Εν αρχή είν’ ο μύθος

   Ο Δίας ερωτεύτηκε την όμορφη Αίγινα, μια από τις είκοσι κόρες του ποταμού Ασωπού, δίδυμη αδελφή της Θήβας, και μεταμορφώθηκε σε αετό, για να σμίξει μαζί της. Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Αιακός, ο ευσεβέστερος και δικαιότερος των ανθρώπων.

Η επίσημη σύζυγος του πατέρα των θεών Ήρα συνήθιζε να στρέφει τα βέλη της και να παίρνει εκδίκηση από τις γυναίκες που τον γοήτευαν κι εκείνος, για να γλιτώσει την Αίγινα από τον θυμό της, την οδήγησε σ’ ένα έρημο νησί, την Οινόπια, Οία (έτσι ονομαζόταν και η αρχαία πόλη που βρισκόταν στη θέση της Παλιαχώρας) ή Οινώνη, το οποίο επρόκειτο τελικά να πάρει το όνομά της. Ο γιος του ζευγαριού έγινε βασιλιάς του νησιού. Επειδή όμως δεν είχε υπηκόους, ο Δίας μετέτρεψε τα πολυάριθμα μυρμήγκια του τόπου σε ανθρώπους, που γι’ αυτόν τον λόγο ονομάστηκαν Μυρμιδόνες. Μια παραλλαγή του μύθου λέει ότι υπήρχαν παλαιοί κάτοικοι αλλά η Ήρα, για να εκδικηθεί τη νύμφη – ερωμένη του άντρα της, έστειλε ιοβόλα φίδια τα οποία τούς δηλητηρίασαν και έτσι χάθηκαν.

Ο Αιακός πήρε για γυναίκα του την Ενδηίδα, κόρη του σοφού Κενταύρου Χείρωνα ή του Σκίρωνα, γιου του βασιλιά των Μεγαρέων Πύλα, και μαζί της απέκτησε τον Πηλέα (μετέπειτα βασιλιά της Φθίας στη Θεσσαλία και πατέρα του Αχιλλέα) και τον Τελαμώνα (μετέπειτα βασιλιά της Σαλαμίνας και πατέρα του Αίαντα).

Αργότερα όμως ερωτεύτηκε τη Νηρηίδα Ψαμάθη, που, για να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε φώκια. Δεν τα κατάφερε όμως. Έτσι ο Αιακός απέκτησε απ’ αυτήν έναν ακόμη γιο, τον Φώκο, τον οποίο σκότωσαν τα ετεροθαλή αδέρφια του, δήθεν τυχαία, σε έναν αγώνα δισκοβολίας.

Ο Αιακός τότε θύμωσε κι έδιωξε τους δύο του γιους από κοντά του. Ο Πηλέας πήγε στη Φθία, όπου έγινε βασιλιάς και παντρεύτηκε τη θαλάσσια θεότητα Θέτιδα από την οποία γεννήθηκε ο Αχιλλέας. Ο Τελαμών όμως ένιωθε τύψεις και γύρισε νύχτα στην Αίγινα, όπου κατασκεύασε τάφο (στην Κολόνα) για τον νεκρό αδελφό του. Έπειτα ζήτησε από τον πατέρα να του δώσει την ευκαιρία να απολογηθεί αλλά εκείνος δεν του επέτρεψε να το κάνει από το έδαφος του νησιού. Έτσι απολογήθηκε, πατώντας σ’ ένα ανάχωμα που είχε φτιάξει μέσα στη θάλασσα αλλά και πάλι εκείνος δεν πείστηκε από τα επιχειρήματά του και δεν τον αθώωσε.

Η υψηλή αίσθηση περί δικαίου που διέκρινε τον Αιακό έκανε τους θεούς μετά θάνατον να τον ορίσουν κλειδούχο του Πλούτωνα και δικαστή στον Άδη μαζί με τον Ραδάμανθυ και τον Μίνωα. Συγκεκριμένα σ’ αυτόν ανατέθηκε να δικάζει τους Ευρωπαίους, στον Ραδάμανθυ να δικάζει τους Ασιάτες και στον Μίνωα να επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση αμφιβολιών.

Β. Ιστορικά στοιχεία

Τα παλαιότερα, μέχρι σήμερα, ίχνη εγκατάστασης στην Αίγινα είναι αυτά του αρχαιολογικού χώρου της Κολόνας (3000 π.Χ.) και στον ίδιο χώρο βρέθηκαν λείψανα της οχυρωμένης ακρόπολης (2500 π.Χ.). Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στο νησί έφτασαν τα πρώτα ελληνικά φύλα (Μυρμιδόνες), που έφεραν μαζί τους τη λατρεία του Ελλανίου Διός και των Αιακιδών.

Η ιστορική έρευνα έχει αποφανθεί ότι η Αίγινα είχε πρωτοκατοικηθεί από προελληνικά φύλα της Μικράς Ασίας, πιθανότατα από Κάρες, ενώ έπειτα αποικήθηκε από Φοίνικες. Οι τελευταίοι έφεραν μαζί τους τη λατρεία της Αστάρτης (Αφροδίτης) και δημιούργησαν εργαστήρια κατασκευής κόκκινης χρωστικής ουσίας από το κοχύλι πορφύρα, τα πορφυρεία (υπάρχει μάλιστα στον αρχαιολογικό χώρο της Κολώνας και η οικία του Βαφέα, όπου βρέθηκαν πορφύρες). Αργότερα (10ος αι.) οι Δωριείς της Επιδαύρου με επικεφαλής τον Δημοφάντη, έδιωξαν τους παλιούς κατοίκους και εγκαταστάθηκαν στο νησί, που τότε έγινε μέλος της αμφικτυονίας της Καλαυρίας (Πόρου).

Στην περίοδο αυτή οι Αιγινήτες αναδείχτηκαν σε τολμηρούς θαλασσοπόρους, πειρατές και εμπόρους και έφτασαν στα πέρατα της Μεσογείου (Αίγυπτος, Λιβύη, Ισπανία κ.λπ.). Από το εμπόριο και κυρίως από το δουλεμπόριο αύξησαν σε τεράστιο ποσοστό την κερδοφορία τους και ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε σημαντικά. Στις ιστορικές πηγές αναφέρεται μάλιστα ότι κανένας Έλληνας έμπορος δεν αποκόμισε τόσο μεγάλα κέρδη από ένα μόνο φορτίο όσα ο Αιγινήτης Σώστρατος τον 7ο αι. π.Χ..

Στη συνέχεια εισήγαγαν πολύ ασήμι από την Ισπανία, και, γύρω στα 600 π.Χ., όταν το νησί τελούσε υπό την κυριαρχία του τυράννου του Άργους Φείδωνα, «έκοψαν» το πρώτο νόμισμα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πρόκειται για τον στατήρα ή δίδραχμο ή χελώνη που ζύγιζε περίπου 13 γραμμάρια. Ονομάστηκε χελώνη, γιατί στη μια πλευρά του εικόνιζε αρχικά μια θαλάσσια χελώνα, σύμβολο της θεάς Αφροδίτης της Ευπλοίας και δείγμα της ναυτικής ισχύος της Αίγινας. Τα νόμισμα αυτό είχε πολύ μεγάλη αξία και χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα για την εποχή.

Οι Αιγινήτες ίδρυσαν και κάποιες αποικίες, που είχαν όμως τον χαρακτήρα εμπορικών σταθμών (εμπορείων). Τέτοιες ήταν η Κυδωνία στην Κρήτη, ο Αιγινήτης στην Παφλαγονία (βόρεια Φρυγία) και η Ναύκρατις στις εκβολές του Νείλου.

Η ναυτική και οικονομική δύναμη της Αίγινας, οι στενές και φιλικές σχέσεις με τους Δωριείς της Πελοποννήσου (Σπάρτη, Άργος, κ.τ.λ.), η αρπαγή της κόρης του Πεισίστρατου καθώς και η αποστασία των Αιγινητών από την αμφικτυονία της Επιδαύρου έφεραν την Αθήνα σε πλήρη αντίθεση μαζί τους. Από την Επίδαυρο μάλιστα εκείνοι άρπαξαν τα ξόανα της Αυξησίας και της Δαμίας (που ήταν θεότητες της ευκαρπίας και της γονιμότητας και ταυτίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη) τα οποία είχαν φτιαχτεί από ξύλο της ιερής ελιάς των Αθηναίων πράγμα που θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή και για τους Επιδαύριους και για τους Αθηναίους.

Η αντιπαλότητα της Αθήνας με την Αίγινα συνεχίστηκε για περισσότερο από έναν αιώνα. Το ποτήρι όμως ξεχείλισε, όταν οι Αιγινήτες προσέφεραν «γην και ύδωρ» στους απεσταλμένους του Δαρείου το 491 π.Χ., τις παραμονές της πρώτης εκστρατείας των Περσών. Γρήγορα όμως οι σχέσεις με τους Αθηναίους εξομαλύνθηκαν και οι ίδιοι εξιλεώθηκαν, πολεμώντας ηρωικά στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου (όπου διακρίθηκαν με 18 τριήρεις) και της Σαλαμίνας, όπου τη ναυμαχία ξεκίνησε μια αιγινήτικη τριήρης που μετέφερε τα είδωλα των Αιακιδών και η συμβολή Αιγινητών ναυτών και πλοίων υπήρξε καταλυτική. Επίσης σημαντική ήταν η συμμετοχή τους στη μάχη των Πλαταιών και στη ναυμαχία της Μυκάλης το 479 π.Χ. (που διεξήχθηκαν ίδια μέρα).

Μετά τους περσικούς πολέμους διασπάστηκε η συμμαχία Αθήνας – Σπάρτης και η Αίγινα που είχε αριστοκρατικό πολίτευμα και οι κάτοικοι της ήταν Δωριείς και φιλολάκωνες, όπως ήταν φυσικό, τάχθηκαν με το μέρος της σπαρτιατικής συμμαχίας. Τότε οι Αθηναίοι έστειλαν τον Λεωκράτη που κατόρθωσε να νικήσει τον αιγινήτικο στόλο και να αιχμαλωτίσει 70 τριήρεις. Έπειτα αποβίβασε στο νησί στρατό και πολιόρκησε την πόλη. Στο τέλος (457 π.Χ.), «η λύμη (τσίμπλα) του Πειραιά» – έτσι αποκαλούσε ο Περικλής την Αίγινα – παρά τις σπαρτιατικές ενισχύσεις, αναγκάστηκε να υποταχθεί και υποχρεώθηκε να πληρώνει βαρύ φόρο 30 ταλάντων στους Αθηναίους.

Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431 π.Χ.), οι Αθηναίοι ανάγκασαν όλους τους Αιγινήτες να εκπατριστούν και στην Αίγινα εγκατέστησαν Αθηναίους κληρούχους (γιος Αθηναίου κληρούχου ήταν και ο Αριστοφάνης, ο μεγαλύτερος κωμωδιογράφος της αρχαιότητας). Τότε οι Σπαρτιάτες τούς παραχώρησαν τη Θυρέα κοντά στο Άστρος, για να εγκατασταθούν. Οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Νικία έφτασαν όμως ως εκεί και, αφού διεξήχθη μάχη σώμα με σώμα, ακολούθησε σφαγή των Αιγινητών. Όσοι απέμειναν, επέστρεψαν στην Αίγινα μετά τη ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς (405 π.Χ.) αλλά η παλιά αίγλη του νησιού δεν ανακτήθηκε ποτέ πια.

Στη συνέχεια πέρασε από πολλούς κατακτητές, όπως τους Μακεδόνες του Κάσσανδρου (αρχές της τελευταίας 20ετίας του 4ου αι. π.Χ.), τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (296 π.Χ.) και τους Αιτωλούς (210 π.Χ.), που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων και την πούλησαν αντί 30 ταλάντων στον Άτταλο τον Α΄, βασιλιά της Περγάμου (εξού και τα περγαμηνά κιονόκρανα που μπορεί να δει κανείς στην Παλιαχώρα). Ο Παυσανίας, που επισκέφτηκε την Αίγινα το 150 π.Χ., αναφέρει ότι, αποχωρώντας οι Περγαμηνοί απ’ αυτήν, πήραν μαζί τους τα πιο σημαντικά έργα τέχνης αλλά και ότι οι Αιγινήτες διατηρούσαν ακόμη και τότε τις παραδόσεις τους και δεν ξεχνούσαν τους Αιακίδες.

Η καθοριστική πράξη του δράματος της ρωμαϊκής κατάκτησης παίχτηκε το 146 π.Χ. με την κατάκτηση και ολοσχερή καταστροφή της Κορίνθου από τον ύπατο Μόμμιο Λεύκιο. Μετά από λίγα χρόνια (133 π.Χ.) οι νέοι κυρίαρχοι των ελληνικών εδαφών, οι Ρωμαίοι, εμφανίστηκαν και στην Αίγινα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Βάλτερ Χανς: Ο κόσμος της αρχαίας Αίγινας 3000 – 1000 π.Χ., μτφ. Μαριλένα Κασιμάτη, εκδ. Τρία Φύλλα, 1985.
  2. Βέλτερ Γάβριελ, Κουλικούρδη Π. Γεωργία (επιμ.), Ιστορία τες Ελλάδος κατά περιοχάς, Αθήναι 1962.
  3. Γιαννούλη Άννα, Αίγινα, 1986.
  4. Καρζής Θόδωρος, Θρίαμβοι και τραγωδίες στην αρχαία Αίγινα, εκδ. Σύλλογος Φίλων του Λαογραφικού Μουσείου του Δήμου Αίγινας, Αθήνα 2007.
  5. Κουλικούρδη Π. Γεωργία – Αλεξίου Ν. Σπύρου: Αίγινα (οδηγός για την ιστορία και τα μνημεία της).
  6. Κουλικούρδη Π. Γεωργία, Αίγινα 1, Αθήνα (;).
  7. Ντι Νόϋχοφ Σόνια: Αίγινα, εκδ. Απόλλων, Αθήνα 1978.
  8. Περιοδικό Επτά Ημέρες της εφημ. Η Καθημερινή: Αίγινα – Μνημεία – Τέχνη, Κυριακή 7 Σεπτ. 1997.
  9. Ρόδη Άννα, Η Αίγινα και τα ακιδογραφήματά της, Αίγινα 2018.
  10. Σταμάτης Μ. Κώστας, Αίγινα – Ιστορία και Πολιτισμός, τόμος πρώτος, από την αρχαιότητα έως το 1828, Αθήνα 1989.
  11. Σφυρόερα Σοφία, Αίγινα – πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
  12. Συγγραφική επιτροπή: Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ΄, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975.

        

φωτο: Το λιμάνι της Αίγινας και κίονες από τον Ναό του Απόλλωνα στην Κολώνα. Έκδοση 1819
DODWELL, Edward. A classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806, τομ. Ι, Λονδίνο, Rodwell and Martin
Συλλογή: Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης

About the author

aeginalight

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.