Ο Φώτης Κόντογλου (Αϊβαλί 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα 13 Ιουλίου 1965), γεννημένος με το επώνυμο Αποστολέλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30».
Αν σήμερα έχουμε πλήρη συνείδηση του ποια είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση του λαού μας, αυτό οφείλεται σε μια δράκα πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών ανάμεσα στους οποίους ο Μικρασιάτης αγιογράφος, ζωγράφος, πεζογράφος και μαχητής της Ορθοδοξίας Φώτης Κόντογλου κατέχει ηγετική θέση. Όσο περνάει ο καιρός, γίνεται ευρύτερα αντιληπτό το μέγεθος της προσφοράς, αλλά και η πολυμέρεια του Κόντογλου. Βλέπουμε λ.χ. ότι δεν ήταν μόνο ένας λαμπρός αγιογράφος, που επανασυγκόλλησε την εκκλησιαστική ζωγραφική παράδοση, αλλά και ένας από τους πατέρες της νεοελληνικής ζωγραφικής, με προσωπικό έργο σημαντικό και μαθητές έναν Τσαρούχη, έναν Εγγονόπουλο κ.ά. Διαπιστώνουμε ότι δεν ήταν απλά ένας συγγραφέας κουρσάρικων περιπετειών, που αφοσιώθηκε στη θρησκειολογία, όπως τον κατηγόρησαν μερικοί, αλλά ένας δυναμικός πεζογράφος με βαθύτατη ελληνική συνείδηση. Άνθρωπος αγνός ανεπιτήδευτος, με την ταπεινοσύνη που χαρίζει το γνήσιο ορθόδοξο βίωμα, έκρυβε μέσα του τέτοια καλοσύνη, που μόνο θαυμασμό είναι δυνατό να προκαλεί. Κουβαλώντας τις ρίζες της γνήσιας μεταβυζαντινής παράδοσης του Μικρασιάτη Ελληνισμού, με τους αγώνες μιας ολόκληρης ζωής, ο Κόντογλου μας έφερε με το χρωστήρα και το λόγο κοντά στις ρίζες αυτές, μας βοήθησε να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, αποκατέστησε τη συνέχεια στην εκκλησιαστική μας Τέχνη αποδιώχνοντας κάθε δυτική και αναγεννησιακή μίμηση, έδωσε στην πεζογραφία μας τα φτερά που της έλειπαν για πτήσεις σ’ ένα υψηλό ρωμαλέο επίπεδο δημιουργίας μακριά από τις ψευτομιμήσεις των ξένων προτύπων και μας άνοιξε τα μάτια στους κινδύνους του άκριτου οικουμενισμού.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, βλέποντας τον στη σκαλωσιά, να εργάζεται για τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Μυστρά:
«…ανάερα κρεμασμένος σαν πολυέλειος της εκκλησιάς… με την παλέτα και το πινέλο στα χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι εκστατικός…. Ποτέ δεν είδα αυτόν τον άνθρωπο χωρίς να σκιρτήσει η καρδιά μου. Βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος…. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες τούτος δε θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή. Πιάνει την ζωή και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα ζωή και την κάνει αθανασία. Ο Κόντογλου θαρρώ πως το βλέπω (πως θα μείνει αθάνατος). Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…». Ή «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Κι η πίκρα ξαφανίζεται, κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου με τα σγουρά μαλλιά και με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον Παράδεισο…»
Στο Αϊβαλί πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ζώντας, μαζί με τη μητέρα και τα τρία αδέρφια του, σε ένα τοπίο ειδυλλιακής ομορφιάς, μέσα στο οποίο υπήρχε και το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, όπου ηγούμενος ήταν ο αδερφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου.
Ήταν ο μικρότερος από τα αδέρφια και είχε την ατυχία να χάσει τον πατέρα του, που ήταν ναυτικός, στην ηλικία των δύο ετών γι’ αυτό και ανατράφηκε από το θείο και τη μητέρα του.
Ο συμμαθητής του, στο σχολείο του Αϊβαλιού, Τάσος Μουμτζής, γράφοντας για τα παιδικά τους χρόνια, περιγράφει το μοναστήρι και το τοπίο γύρω από αυτό, τις συνήθειες, την προσωπικότητα του ηγούμενου και το χαρακτήρα του Φώτη, που διαμορφώθηκε, όπως φαίνεται, καθοριστικά μέσα από τα βιώματα των παιδικών του χρόνων:
….«Το Μοναστήρι αυτό ήταν σαν ένα κομμάτι από τ’ Άγιον Όρος, ψηλοκρεμαστό ανάμεσα στα βράχια και πίσω από τη θάλασσα, στη ρίζα μιας τεράστιας πέτρας, μπροστά σε μια κουφάλα. Εκεί πρόβαλλε η μικρή εκκλησούλα της Αγιάς Παρασκευής. Ήταν πάντα μισοσκότεινη και δροσερή, σαν νά’ μπαινες σε ψυγείο. Μοσχοβολούσε αγιοσύνη και αντηχούσε προσευχή». … «Ο Φώτης ξεκινούσε την αυγή, σαν άρχιζε να βουίζει το μοναστήρι από το πρωϊνό ξεκίνημα του προσωπικού και μαζί με τον θείο του τον ηγούμενο, τραβούσαν για την πρωινή λειτουργία. Χτυπούσε την καμπάνα κι αμέσως στο ψαλτήρι.»…. «Στο τέλος της εκκλησιάς, ο Φώτης μ’ ένα κομμάτι ψωμί και μερικές ελιές στο χέρι, ξεκινούσε για τα βράχια, σκαρφαλώνοντας απάνω τους και παίζοντας με τα τσομπανόσκυλα σαν θηριοδαμαστής. Ύστερα κατέβαινε στην ακροθαλασσιά. Σαλτάριζε από βάρκα σε βάρκα, ψάρευε, έβγαζε θαλασσινά-κυδώνια, φούσκες, πεταλίδες, μύδια, καλόγνωμες- βουτώντας στη θάλασσα σαν υδρόβιο. Τώρα, αν στο περιβάλλον προσθέσει κανείς και το μπουγάζι, όπως ο ίδιος το περιγράφει σε πολλά γραφτά του, μπορεί να βγάλει το συμπέρασμα, πως τα μικρά του χρόνια τα πέρασε σαν καλογεροπαίδι και σαν αγρίμι».
….«Μια και ήξερα καλά το νησί του, ή μάλλον τη χερσόνησο του μοναστηριού, δεν έπαυε να μου μιλά για δαύτο, για τις περιπέτειές του στη θάλασσα και στα κατσάβραχα, ζωγραφίζοντας συνέχεια από μνήμης, καΐκια, άλογα, ψαράδες, τοπία και μπόλικους αγίους με τις κεντημένες στολές. Όσο προχωρούσαν τα χρόνια, καταλάβαινα πως αυτός ο άνθρωπος ζούσε σ’ άλλο περιβάλλον, έλεγα μαθέ, τι να’ ναι απ’ όλα: καλόγηρος, τσομπάνος, κουρσάρος, Ρομπινσώνας, πειρατής, Γιάννης, Αγιάννης, Πλοίαρχος Γκραντ, σκιτσογράφος, αγιογράφος, λογοτέχνης, ψάλτης, για Βυζαντινός; Ε λοιπόν, ήταν απ’ όλα κι από λίγο».
Tον Σεπτέμβριο του 1963 τραυματίστηκε μαζί με τη γυναίκα του, όταν τους χτύπησε αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια περιπάτου τους στη Βούλα, και από τότε η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Τον Ιούλιο του 1965 βρισκόμενος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση, παρέδωσε το πνεύμα του στον Ελεήμονα Χριστό που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε με το βίο του, ενώ μέχρι και τέλος της ζωής του δεν αποχωρίστηκε ποτέ την πένα και τα πινέλα του.
Φώτης Κόντογλου:
“Αληθινά δέ ζεί κανείς, άν δέν έχη συντροφιά τόν εαυτό του, τίς σκέψεις του, τό λιγοστό χώμα πού’ ναι ανάμεσα στά βράχια. Πόσο θά τ’ αγαπώ όλα αυτά τά φτωχά πράγματα τής ερημιάς, πιό πολύ καί πιό αληθινά από όσο αγαπά ο κόσμος τά χρυσάφια καί τά παλάτια του! Θά ζώ ξαλαφρωμένος απ’ αυτά τά βαρειά χαρχάλια, θά νιώθω τόν εαυτό μου σάν ρημοδέντρι, πού κάθεται μέρα νύχτα στόν καθαρό αγέρα. Τί χαρά μεγάλη, νά’ μαι ένας ασκητής μαζί μέ κείνους τούς λίγους ασκητάδες,τούς φτωχούς! Νά μή μέ λογαριάζη κανείς γιά ζωντανόν, παρά νά μέ κοιτά μονάχα τό μάτι τού Θεού!” (Εφημ. “Ελευθερία”, 28-6-1959).
“Η παράδοση λέγεται έτσι επειδή μ’ αυτή παραδίνουνται από γενεά σέ γενεά όσα αγάπησε καί τίμησε ο άνθρωπος καί τά έκαμε ουσία τής ζωής του” (Περιοδ. “Ζυγός”, 51-52, Φλεβάρης-Μάρτης 1960, τ. 5)
“Μιά φορά είχα ένα μικρό σπιτάκι σέ μιά ερημική μεριά κοντά στή θάλασσα. Βουναλάκια μικρά τό τριγυρίζανε, βουναλάκια ήμερα καί χαρούμενα, στολισμένα μέ λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, πού μοσχοβολούσανε. Κατά τόν βορηά ήτανε μιά ρεματιά μέ λίγα πλατάνια καί μέ λυγαριές, καί στό βάθος της καταστάλιζε τό καλοκαίρι λιγοστό καθαρό αεράκι. Τήν άνοιξη τό χώμα στολιζότανε μέ αγριολούλουδα χρωματιστά, πού μέ κάνανε νά χαίρουμαι καί νά δοξάζω τόν Θεό. Τί αγνότητα πού είχε η ψυχή μου!
Είχα διαλέξει αυτό τό μέρος νά μήν έχη κανέναν δρόμο, γιά νά μήν έρχεται άνθρωπος κατά κεί. Ήμουνα καταμόναχος, ήσυχος, ξεκουρασμένος. Αποτραβιόμουνα εκεί πέρα κ’ έβγαζα από πάνω μου τίς έγνοιες καί τίς σκοτούρες, σάν τό φίδι πού βγάζει τό πετσί του. Ξανάβρισκα τή λευτεριά μου”. (“Αγαπημένο καταφύγιο, Απλή κι’ αληθινή ζωή” -Εφημερίς “Ελευθερία”, Κυριακή 18 Ιουνίου 1961)
Πληροφορίες από: el.wikipedia.org, kapnikarea.wordpress.com, anemourion.blogspot.com radiofloga.blogspot.com