Φωτογραφίες από τα παλιά, έρχονται να μας θυμίσουν στιγμές και αγαπημένα πρόσωπα που “έφυγαν”, μα δε χάθηκαν αφού ζουν για πάντα στη σκέψη μας, στα λόγια μας και στη καρδιά μας.
Η αγαπημένη μας ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, μπορεί να είναι από εκείνους που μας πήρε το 2020, αλλά θα βρίσκεται αιωνία ανάμεσά μας μέσα από τις λέξεις της. Θα βρίσκεται αιώνια στην Αίγινα που τόσο αγάπησε.
Δυο φωτογραφίες από το αρχείο του Γιώργου Καρύδη, αποτυπώνουν ανεξίτηλες στιγμές για εκείνους που τις μοιράστηκαν μαζί της. Στο αγαπημένο της νησί την Αίγινα, στο κτήμα Αγγελάκη, 9 Σεπτεμβρίου 1956, για το μάζεμα των φιστικιών, μαζί με φίλους. Ανάμεσά τους, η μητέρα της Κατερίνας, Ελένη, και η μητέρα του Γ. Καρύδη, Αργυρώ κοντινή φίλη της οικογένειας Αγγελάκη.
Δεξιά η μητέρα της Ελένη – στο κέντρο καθιστές η Κατερίνα (δεξιά) και η Αργυρώ (αριστερά)
Από την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, “Επίλογος Αέρας”:
Ο άγιος ο Σεπτέμβριος ερχόταν κι έλαμπε
Με την ωραία ισορροπία του ανάμεσα στη σοφία
Της σοδειάς και στην τρελή καλοκαιριά της θάλασσας ακόμα.
Απ’ τα χαράματα ήμαστε στα δέντρα
Και τ’ απόγεμα καθαρίζαμε ό,τι φιστίκι είχαμε μαζέψει το πρωί,
Η Αργυρώ, η Βαγγελιώ κι η θεία Γιωάννα.
Από κείμενο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ που περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων “Τόποι της Λογοτεχνίας”:
Κι έπειτα ερχόταν το καλοκαίρι. Η θάλασσα, μπάνιο στον Φάρο ή στην Αύρα, κολύμπι και μετά, όταν μεγάλωσα, μεζέδες και κρασάκι στην ταβέρνα, εκεί δίπλα στην άμμο. Φίλοι έρχονταν και ξανάρχονταν, μερικοί κάθε χρόνο. Έτσι έφτανε κι ο Σεπτέμβρης. «Άγιος σαν τον Σεπτέμβρη», λέω κάπου. Η συγκομιδή, τα φιστίκια… Αγαλλίαση, αλλά και αγωνία μη βρέξει, έτσι όπως ήσαν απλωμένα στις λινάτσες.
Από το βιβλίο της “Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι”, Α’ πράξη: “Το άναρθρο άδειο”, εσωτερικός διάλογος (απόσπασμα):
Κι Εγώ: Προτιμώ να περιγράψω μια ευλογημένη στιγμή: τη συγκομιδή. Πώς κουνάς το κλαρί και πέφτει ο καρπός ζεστός από τον ήλιο, όλο άρωμα, με το κοτσάνι να μοιάζει πως ματώνει. Να προχωράει η μέρα, νά ‘ναι όλο και πιο δύσκολο το μάζεμα στη ζέστη…
Εγώ: Και στο τέλος να μετράτε τα τσουβάλια, να τα στοιβάζετε στη σκιά, κτλ, κτλ. Φτάνει η παρελθοντολογία.
Κι Εγώ: Και το βραδάκι να καθόμαστε γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι, να ξεχωρίζουμε τα κλειστά απ’ τ’ ανοιχτά φιστίκια, να μιλάμε, να λέμε αστεία, να γελάμε, να όπως εκείνος, εδώ, στη φωτογραφία.
Επιμέλεια Νέλλη Πετροπούλου