16 Ιανουαρίου του 1920, αρχίζει δια νόμου η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ. Πρόκειται για μια πολύ αμφιλεγόμενη απόφαση, με για πολλούς καταστρεπτικά αποτελέσματα.
Το άρθρο του Μιχάλη Χασιώτη με επιμέλεια Τάσου Θώμογλου, από τον ιστότοπο arive.gr,μας δίνει μια γλαφυρή εικόνα των συνθηκών που την γέννησαν, και των όσων ακολούθησαν την απόφαση αυτή.
Η ποτοαπαγόρευση γέννησε τη μαφία, η μαφία την μπόμπα κι η μπόμπα τη διαφθορά.
Μέσα του 19ου αιώνα κι οι ΗΠΑ έχουν γίνει το βασίλειο του ετερόκλητου. Οτιδήποτε δύσπεπτο δεν μπόρεσε να χωνέψει η παγκόσμια φτώχεια, το ξέρασαν τα στοιβαγμένα καταστρώματα στις αμερικάνικες ακτές. Βρετανοί, Ιρλανδοί αλλά και Σιτσιλιάνοι, φερέλπιδες ή απελπισμένοι, προσπαθούν να γαντζώσουν το διαφορετικό τους ταμπεραμέντο σ’ ένα τσιγκέλι της συγκρατημένης κοινωνίας του Νέου Κόσμου. Δεν άργησαν να χτυπήσουν φλέβα καθώς ο τομέας της διασκέδασης, αυτό που ήξεραν πολύ καλά να παρέχουν, έτυχε να’ ναι η Νο.1 ανάγκη μιας κοινωνίας εμβρυακά μετεμφυλιακής. Γυναίκες πρόθυμες για λίγη συντροφιά, αστείρευτες κάνουλες βαρελίσιας μπύρας, μεζούρες υγρές από μπέρμπον, σκοτς και σέρι και τυχερά παιχνίδια συνέθεσαν ένα άκρως εθιστικό κοκτέιλ που κατέβαινε γλυκά με τις ευχές μιας έννομης τάξης που εθελοτυφλούσε για λίγο λαθραίο χαρτζιλίκι.
Το ζωντανό και παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας, από τους ανθρώπους των κοστουμιών του ράφτη, των καπέλων «καβουράκι» και των μπιουικ και των πρώτων φορντ, μέχρι τα κασκέτα και τα μισόγαντα με τ’ ακροδάχτυλα γυμνά, εκτονώνεται πίσω απ’ τις ξύλινες πόρτες συνοικιακών μπαρ. Την ίδια στιγμή, μια άλλη πιο comme-il-faut κοινωνική ομάδα, αυτή της κυριακάτικης λειτουργίας, του σταυρού πάνω απ’ το κεφαλάρι, του απογευματινού τσαγιού και της βελόνας, ανασυγκροτεί βουβά τις δυνάμεις της. Στο στόχαστρό της; Μα φυσικά η αλκοόλη. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα το ζήτημα της κυκλοφορίας και κατανάλωσης οινοπνευματωδών δεν αποτελούσε μόνο ταμπού αλλά και λόγος διαφωνίας ανάμεσα σε θρησκόληπτους πουριτανούς κι ελευθεριάζοντες. Αυτές τελικά που ύψωσαν το λάβαρο του αντιαλκοολικού μανιφέστου ήταν μια σειρά παλαιών ηθών (και παλαιολιθικές στην όψη) σεμνότυφες γυναίκες και η “Χριστιανική Ένωση Εγκράτειας Γυναικών” που ίδρυσαν. Ευτύχησαν δε να συνυπάρχουν και μ’ ένα άλλο αντίστοιχο κίνημα, την “Ένωση κατά των Σαλούν”, με το οποίο ένωσαν τις δυνάμεις τους και κατέβηκαν στις προεδρικές εκλογές του 1872 ως «Κόμμα της Απαγόρευσης». Το γεγονός ότι επί της ουσίας ψηφίστηκαν μόνο μεταξύ τους δεν τους πτόησε κι η υπομονή τους ανταμείφθηκε τα επόμενα χρόνια στα πρόσωπα δύο «Τζον» που σίγουρα μονοπώλησαν τα βραδινά πατερημά τους πριν την κατάκλιση.
Αφενός, πήραν με το μέρος τους το κεφάλαιο και το ανφάν γκατέ του επιχειρηματικού κλάδου που χρηματοδοτούσε αδρά – με μπροστάρη τον Τζον Ροκφέλερ – την καμπάνια ότι αλκοόλ και παραγωγικότητα στην εργασία είναι έννοιες αντίθετες. Αφετέρου, ο κυβερνήτης του Κάνσας, Τζον Σεντ Τζον, που μετά την απαγόρευση του αλκοόλ στην πολιτεία του, ηγήθηκε του Κόμματος της Απαγόρευσης στις προεδρικές εκλογές του 1884, στις οποίες βέβαια η νίκη δεν φαινόταν ούτε με το καλαμάκι αλλά το ανέλπιστο ποσοστό που πήρε ήταν αρκετό για ν’ αρχίσει να βλασταίνει ο αντιαλκοολικός σπόρος. Μεταξύ 1914-1918, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιαλκοολική προπαγάνδα είχε ήδη ταμποναριστεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης από φωνές που κραύγαζαν «ταΐστε τα δημητριακά στο λαό, όχι στις μηχανές παραγωγής ποτών». Ένα χρόνο μετά, το Δεκέμβριο 1919 ψηφίζεται η περίφημη 18η Τροπολογία του Συντάγματος (18th Amendment) και τον επόμενο Δεκέμβριο ο σχετικός «Νόμος Volstead» ή αλλιώς η ταφόπλακα των αλκοολούχων ποτών, καθώς το μόνο σημείο που δεν έφτασε ήταν η κατάργηση της λέξης από το αμερικάνικο λεξιλόγιο. Παραγωγή, πώληση, ανταλλαγή, μεταφορά, εισαγωγή-εξαγωγή, διακίνηση και κατοχή… τζιζ. Κι αν το έκανες; Θα’ τρωγες μια κρατική σφαλιάρα τέτοια που θα πονούσαν και τα δισέγγονα σου.
Αυτό ήταν. Καθότι ο νόμος αυτός θα ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 1920, κανένα αμερικάνικο στομάχι δεν μπόρεσε να χωνέψει ότι θα έπρεπε να σβήσει την αλμύρα της πρωτοχρονιάτικης γαλοπούλας μόνο με νερό ή γκαζόζα. Όλα τα προέβλεψαν οι «εγκρατείς» κι οι χαρτογιακάδες τους, παρέβλεψαν όμως ένα θεμελιώδη κανόνα της ανθρώπινης φάρας: το απαγορευμένο είναι πάντα πιο γλυκό. Παρά το ανελέητο κυνηγητό, σύμφωνα με μελέτες, η κατανάλωση αλκοόλ τα χαλύβδινα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης τριπλασιάστηκε!!! Η παράνομη διακίνηση στα παντοπωλεία γέμισε δολάρια πολλές μπακαλότσεπες, ενώ τα παράνομα μπαρ-φαντάσματα ξεπετάγονταν υπεροργασμικά σαν ακμή σ’ εφηβικό μουτράκι. Αυτοσχέδια διυλιστήρια σε ανήλια υπόγεια, βαρκούλες που μεταφέρουν κούτες στα βραδινά νερά των λιμανιών, διψασμένα καμπαρντινάτα βήματα που βαδίζουν καχύποπτα τρομακτικά στενάκια και περιποιημένοι bar-tenders με γιλεκάκι και παπιγιόν να φουλάρουν το γυαλί πίσω από ηχομονωμένους τοίχους έστειλαν περίπατο την αυταπάτη μιας «νέας καθώς πρέπει εποχής». Κι επειδή ό,τι είναι παράνομο, κοστίζει και σαν παράνομο, η συγκεκριμένη παραοικονομία εξελίχθηκε στο άψε σβήσε στο «best new thing» της εποχής.
Για να στηθεί όμως όλο αυτό το παιχνίδι, κάποιος έπρεπε να ρίξει την πρώτη ζαριά στο τραπέζι. Και ποιοι θα είχαν τα κότσια να λερώσουν τα χέρια τους; Αυτοί που ήδη τα είχαν λίγο λερωμένα, οι κλειδοκράτορες της διασκέδασης που λέγαμε πριν, γείτονες Σιτσιλιάνοι. Η ασταμάτητη ζήτηση του απαγορευμένου κι η διάθεση να πληρωθεί όσο όσο μετέτρεψαν μικρές ως τότε συμμορίες του δρόμου σε καλοκουρδισμένα ρολόγια του εγκλήματος, με τον αειθαλή Αλ(φόνσο) Καπόνε να κατέχει επάξια τα σκήπτρα του μαφιόζικου τάγματος. Τα ριφιφί σε εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν τη βιομηχανική αλκοόλη ως πρώτη ύλη για την παραγωγή φαρμάκων, βαφών και καυσίμων δεν είχαν προηγούμενο. Μετά έπαιρναν τη σκυτάλη οι αδρά πληρωμένοι γυαλάκιες χημικοί που έπρεπε να τη μετατρέψουν σε πόσιμη μέσα σε εργαστήρια που δούλευαν όλο το 24ωρο. Λόγω όμως της έλλειψης ασφαλών εγκαταστάσεων και μεθόδων, συνήθως το προϊόν σου άλλαζε την πίστη, η γνωστή και πρωτοεμφανιζόμενη στην ιστορία «μπόμπα». Για να γίνει πιο κατανοητό, στην ουσία την ίδια ακριβώς πρώτη ύλη (τη βιομηχανική αλκοόλη) με προσμείξεις διαφορετικών κάθε φορά χρωστικών και τοξινών-δηλητηρίων, τη βάφτιζαν ό,τι ήθελαν: ουίσκι, μπράντι, τζιν κλπ.
Μέσα σε λίγα χρόνια πάνω από το 80% της ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών που κυκλοφορούσε στην πιάτσα ήταν τέτοιας ποιότητας και τα περιστατικά από δηλητηριάσεων μέχρι θανάτων ουκ ολίγα. Τίποτα όμως δεν πτοούσε τη «μεθυσμένη» μαύρη αγορά που, όχι μόνο είχε στις πλάτες της χιλιάδες καλολαδωμένους διεφθαρμένους αστυνομικούς, αλλά και την σιωπηλή υποστήριξη της κοινής γνώμης, καθώς η τεράστια αυτή βιομηχανία πρόσφερε δουλειά σε πολλές οικογένειες. Την ίδια στιγμή βέβαια, τα κρατικά ταμεία μάτωναν τόσο από τη μαύρη εργασία όσο κι από την απώλεια πια εσόδων από την φορολογία που υπήρχε στα οινοπνευματώδη. Με λίγα λόγια, η ποτοαπαγόρευση γέννησε τη μαφία, η μαφία την μπόμπα κι η μπόμπα τη διαφθορά. Χρειάστηκε να περάσουν 12 χρόνια για ν’ αρχίσουν να ενοχλούν την κοινωνία η ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας σε συνδυασμό με τα χιλιάδες περιστατικά παραλύσεων, τυφλώσεων και θανάτων, όταν ο υποψήφιος των δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 1932, Φραγκλίνος Ρούσβετ, πήρε το ρίσκο να κάνει σημαία του προγράμματός του την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Ένα ρίσκο που του κέρδισε τις εκλογές κι ένα χρόνο μετά, πάλι μήνα Δεκέμβριο του 1932 ψηφίστηκε η άρση της ποτοαπαγόρευσης.