Με μια βάρκα βγήκα στ΄ανοιχτά
Δεμένο με πέτρα βαριά σαν την καρδιά
στη θάλασσα πέταξα τ’ όνειρο που έγινε όνειδος
Να χαθεί στου βυθού της τα σκοτάδια
βαθιά στον πάτο να θαφτεί
κανένα ακρογιάλι ποτέ να μη δει
Υγρή η πνοή του, δεν είχε ανάσα
η επιφάνεια περιττή
στο φως του ήλιου ήταν σκοτάδι
ο ουρανός του ήτανε γη
δίχως φτερά πετούσε
δίχως φωνή μιλούσε
Τιμωρία του η πτώση
στη γαλάζια σιωπή
Κι αν μια αστραπή του νου φωτίσει τη λήθη
γνώριμη η βάρκα θα ξαναβγώ στ’ ανοιχτά
Η θάλασσα απέραντα θα με προσκαλεί
σε μια κατάδυση αργή χωρίς επιστροφή
στο βυθισμένο κουφάρι πλάι να γείρω
Με μια στερνή πνοή να του ξυπνήσω
μνήμες πικρές της καταδίκης του
στιγμές ατέλειωτες του διωγμού του
Μη γελαστεί κι ανάδυση προσμένει
Η επιφάνεια δέσμιο το όνειρο θέλει
Κ.Σ.Α.
Αίγινα 18 Ιανουαρίου 2021
φωτο Aegina Light