9 Ιανουαρίου του 1992 η ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» κάνει επίσημη πρεμιέρα στην Αθήνα, παρουσία του σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου και του πρωταγωνιστή Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θόδωρος Αγγελόπουλος
ΧΩΡΑ: Ελλάδα 1991 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 138΄
ΜΟΥΣΙΚΗ: Ελένη Καραΐνδρου ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιώργος Αρβανίτης
ΣΚΗΝΙΚΑ: Μικές Καραπιπέρης ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Γιώργος Πάτσας
ΣΕΝΑΡΙΟ: Θόδωρος Αγγελόπουλος σε συνεργασία με τους Tonino Guerra, Δημήτρη Νόλλα
ΠΑΙΖΟΥΝ: Μαρτσέλο Μαστρογιάννη (Marcello Mastroianni), Ζαν Μορό (Jeanne Moreau), Γκρέκορι Καρ (Gregory Karr), Γρηγόρης Πατρικαρέας, Δώρα Χρυσικού, Ηλίας Λογοθέτης, Βασίλης Μπουγιουκλάκης, Δημήτρης Πουλικάκος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Μιχάλης Γιαννάτος, Χριστόφορος Κ. Νέζερ.
«Περάσαμε τα σύνορα κ’ είμαστε ακόμα εδώ. Μα πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να πάμε σπίτι μας.»
Από το σενάριο της ταινίας
«Μια ταινία στο χρώμα της σκουριάς, πάνω στη μελαγχολία του τέλους του αιώνα.»
Από διαφημιστικό trailer της ταινίας
«Στο σενάριο της ταινίας “Το μετέωρο βήμα του πελαργού” υπήρχε ένας γάμος. Αποτελούσε πρόβλημα για μένα μέχρι τη στιγμή που είδα το ποτάμι. Και τότε, για να δεις από ποιες περίεργες διαδρομές τα βιώματά μου γίνονται υλικό, συνέβη το εξής: Αναδύθηκαν στην επιφάνεια, από τις αποθηκεύσεις μου, δύο πράγματα που συνέπλεαν μ΄αυτήν την ιδέα. Πρώτον: Πριν από κάποιο διάστημα είχα βρεθεί με τη γυναίκα μου στον Καναδά και δέχτηκα την πρότασή της να περάσουμε από τη Νέα Υόρκη. Δεν είχα ξαναπάει, αν θέλεις αρνιόμουν να πάω παρ’ όλα όσα άκουγα. Πήραμε το λεωφορείο για να πάμε στο Χάρλεμ ακι σιγά σιγά ο πληθυσμός αραίωνε από λευκούς και κυριαρχούσαν οι μαύροι. Στο τέλος υπήρχαν μόνο μαύροι και μεις οι μοναδικοί λευκοί. Η γυναίκα μου άρχισε να φοβάται, μου λέει «να κατέβουμε», λέω «αυτό δεν το χάνω!» και συνεχίζουμε. Σε κάποια στάση του λεωφορείου το μάτι μου πιάνει δυο μαυράκια να στέκονται σε διαφορετικό πεζοδρόμιο το καθένα και ν’ απαντάνε το ένα στο άλλο με χορευτικές φιγούρες. Ήταν μια εικόνα διάρκειας μερικών δευτερολέπτων. Η εντύπωση που μου είχαν δημιουργήσει τα δύο μαυράκια αφύπνισε τη μνήμη μου και θυμήθηκα ότι σ’ ένα φύλλο της εφημερίδας Ελευθερία, το 1953, είχα διαβάσει ένα άρθρο του εθνογράφου Αγγελή για μια ιστορία σε κάποια νησιά πίσω από την Κρήτη, τα οποία κατοικούσαν βοσκοί. Αυτά αποκλείονταν το χειμώνα λόγο καιρικών συνθηκών αλλά οι άνθρωποι είχαν ανάγκες. Κάποτε, λοιπόν, πέθανε κάποιος και όπως κάνανε κάθε φορά που είχαν ανάγκη, χτυπήσανε ξύλα για ν’ ακουστούνε στην Κρήτη. Αργότερα εμφανίστηκε απέναντη στην Κρήτη ο παππάς, ανέβηκε πάνω στο βράχο, είπε τη λειτουργεία στο πέλαγος και οι δώθε θάψανε το νεκρό στο νησί. Ήταν δε μια από τις ιστορίες για τις οποίες ήθελα να κάνω ένα από τα επτά ντοκυμανταίρ. Λοιπόν, το ιδίωμα του ποταμού πρώτα, ο διάλογος των παιδιών με χορευτικές φιγούρες στο Χάρλεμ και το διάβασμα του ρεπορτάζ στην εφημερίδα Ελευθερία έφτιαξαν τη σκηνή του γάμου».
«Αναζητώ ακόμη τις ρίζες, την προέλευσή μου. Όπως έλεγε ο Heidegger, η μητρική γλώσσα είναι και η μόνη πραγματική ταυτότητα. Η μητέρα μου, λοιπόν, μιλούσε ελληνικά. Η γιαγιά μου το ίδιο, κρητικά μάλιστα. Στο σχολείο μας έμαθαν τον Όμηρο, την Οδύσσεια. Ο καθηγητής ήταν φρικτός κι εγώ είχα πρόβλημα με την Οδύσσεια, την είχα μισήσει. Όταν βρέθηκα στο Παρίσι μετά από χρόνια, μάθαινα γαλλικά, γαλλικά, γαλλικά. Τα αγάπησα, όμως ήταν τόσα πολλά. Αναζητούσα διέξοδο…και γύρισα πίσω στον Όμηρο και την δύσκολη γλώσσα του που πολλοί Έλληνες δεν καταλαβαίνουν. Εγώ όμως σαν καλώς μαθητής, τον διάβαζα, τον καταλάβαινα. Κι έφτασε τότε στα αυτιά μου μια παράξενη, μαγική μουσική. Θυμήθηκα από που προερχόμουν, θυμήθηκα το πρώτο ταξίδι… »
Θόδωρος Αγγελόπουλος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Αν. Θέμελη “Θόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το μέλλον ως φόρμα”. Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ/Βιβλία, Αθήνα 1998.
«[…] Πιστεύω πως ολόκληρο το έργο του Θ. Αγγελόπουλου είναι τυπικά χεγκελιανό. Ο μετεωρισμός δε χαρακτηρίζει μόνο το Μετέωρο βήμα του πελαργού, που βέβαια ουδεμία σχέση έχει τόσο με την πτηνολογία, όσο και με την κλασική τιμωρία του κακού μαθητή, που ωστόσο θα μπορούσε και να αυτοτιμωρηθεί, αν επιχειρήσει να προσεγγίσει την καθοδική πορεία του πνεύματός του δια του «Πελαργού», χωρίς να είναι σε θέση να κάνει την επιβεβλημένη ανοδική πορεία του δικού του πλέον πνεύματος με αφορμή τον «Πελαργό» -και τη βοήθειά του.
Όλες οι ταινίες του Αγγελόπουλου πατούν με το ένα πόδι στην πραγματικότητα, πιο συγκεκρημένα στην ιστορία, και με το άλλο στον ουρανό, όπου ο Πήγασος περιφέρεται αδέσποτοςμ από τότε που οι ποιητές άρχισαν να γράφουν στιχάκια και οι κινηματογραφιστές να σκηνοθετούν απλώς, να πλανοθετούν, όπως λέει σωστότερα ο Αϊζενστάιν. (Τα τεκταινόμενα δεν τοποθετούνται επί σκηνής στον κινηματογράφο, τοποθετούνται σε πλάνα).
Ο σκηνοθέτης είναι ένας, καλός ή κακός, τεχνικός του θεάματος. Ο Αγγελόπουλος δεν είναι σκηνοθέτης, είναι δημιουργός. Και δημιουργός είναι αυτός που μιμείται το έργο του Δημιουργού και τον διορθώνει. Αν τα πάντα εν σοφία ποιούσε ο Δημιουργός, θα ποιούσε την έκτη μέρα της δημιουργίας τουλάχιστον τον Οιδίποδα Τύραννο, αν και εγώ προσωπικά θα είχα την απαίτηση από ένα δημιουργό της προκοπής να είχε δημιουργήσει μεταξύ άλλων αριστουργημάτων και το Μετέωρο βήμα του πελαργού.
Σίγουρα ο Πελαργός δεν έγινε στα πλαίσια των καταναλωτικών αναγκών της τέχνης του θεάματος. Έγινε για να μείνει ανάμεσα στα άλλα πράγματα της ανθρώπινης δημιουργίας, που συμπληρώνει την ατελέστατη θεϊκή.
Όταν λέμε πως ο Αγγελόπουλος είναι χεγκελιανός, σε καμιά περίπτωση δεν ενοούμε πως εφαρμόζει εμπρόσθετα το χεγκελιανό δόγμα, που μπορεί και να μην το αποδέχεται, προκειμένου να κάνει μια ταινία. Εννοούμε μόνο, πως έχει κατανοήσει ότι, αν θέλει κανείς να κάνει ποίηση με εικόνες, πρέπει να βρει τρόπο να τα βολέψει με το «ρεαλιστικό κατάλοιπο της εικόνας». Η πλήρης αφαίρεση είναι απολύτως αδύνατη στον κινηματογράφο, γιατί όσο λίγο ρεαλιστική κι αν είναι η εικόνα, θα παραπέμπει πάντα στον κόσμο των πραγμάτων, την στιγμή που το ζητούμενο από την ποίηση είναι μια προσπέλαση στον πριν και μετά από τα πράγματα κόσμο, όπως θα έλεγε ο Μισέλ Φουκό (Οι λέξεις και τα πράγματα).
Μόνο ένας μετεωρισμός, λοιπόν, ανάμεσα στην προφάνεια των πραγμάτων και στην «αφάνεια» της σκέψης θα μπορούσε να αποδεσμεύει το ποιητικό γεγονός από τη δυσεπίδεκτη ποιητικών αφαιρέσεων εικόνα.
Είναι προφανές πως υπάρχουν πρόσφυγες. Όμως δεν είναι προφανές πως θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν βουλευτές, που θα ήθελαν να γίνουν οι άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, που είναι οι πρόσφυγες. Το πραγματικό γεγονός, το ρεαλιστικό κατάλοιπο, αν δούμε το πράγμα από την αισθητική του μεριά, εδώ αναιρείτε από το μη ρεαλιστικό και η ποίηση προκύπτει από τη διαλεκτική σχέση του ρεαλιστικού και του μη ρεαλιστικού, που συναντώνται στη μέση του δρόμου, όπως ακριβώς θα το έλεγε ο Χέγκελ.
Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα σεναριακά ευρήματα. Ο δημοσιογράφος ενδιαφέρεται καταρχήν για το πραγματικό γεγονός της ύπαρξης ενός ετερόλκητου πλήθους προσφύγων που ζουν στην πόλη κοντά στα σύνορα. Όμως αυτό που τον συνεπαίρνει τελικά, είναι ο μετεωρισμός ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό της μετέωρης κατάστασης που δημιουργεί ο παράξενος βουλευτής πρόσφυγας, που στο τέλος θα εξαφανιστεί, περίπου θα αναληφθεί εις ουρανούς, όταν διαπιστώσει πως το πραγματικό αρχίζει να εισβάλει στο χωρίς ταυτότητες και προσωπικότητες, μυθικό κόσμο που έφτιαξε για να κρυφτεί μέσα του. Το ίσιο θα μετεωριστεί ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα και η πρώην σύζυγος του βουλευτή, που θα διαλέξει τελικά τη μυθική εκδοχή του πρώην συζύγου της. Το κρίσιμο μετέωρο βήμα δεν είναι αυτό που τελείτε στην αρχή και το τέλος της ταινίας πάνω στη διπλής εθνικότητας γέφυρα, που δεν παύει να ενώνει τα δύο όμορα κράτη από το λόγο και μόνο πως τη σημάδεψαν με γραμμές που δηλώνουν τα σύνορα, αλλά πάνω στην άλλη γέφυρα μέσα στην πόλη, όπου γίνεται η συνάντηση του φανταστικού (το εκπροσωπεί ο Μαστρογιάννι) και του πραγματικού (το εκπροσωπεί η Μορό). Όλα θα παιχτούν τότε -και το βήμα θα μείνει μετέωρο. Το φανταστικό θα κερδίσει οριστικά και μαζί του η ποίηση. Όμως η έννοια του χεγκελιανού μετεωρισμού γίνεται σαφέστερη στην κορυφαία σκηνή της ταινίας, το γάμο, με το γαμπρό και τη νύφη μετέωρους στις δύο όχθες του ποταμού. Παρά ταύτα, το μυστήριο τελείται. Και είναι η ποίηση, δηλαδή ο Αγγελόπουλος και όχι ο παππάς, αυτός που τελεί το μυστήριο.
Η καταγραφή είναι πλήρης στην τελευταία σκηνή. Οι μετέωροι πάνω στους στύλους τεχνικοί θα αποκαταστήσουν την επικοινωνία που κατάργησαν τα ποικίλα σύνορα.
Όσο υπάρχουν ποιητές, μπορούμε να ελπίζουμε. Ο Αγγελόπουλος διατηρεί την αισιοδοξία του. Το δυστύχημα, όμως, είναι πως εκτός από ποιητές υπάρχουν και πολιτικοί, ολικά ανίκανοι να επισημάνουν τα αίτια και τη θλίψη του τέλους του αιώνα.
Αλλά τα αίτια είναι σαφή: Έλειψε η διπλής φοράς κίνηση του πνεύματος που θα μπορούσε να αποκαταστήσει το χαμένο συλλογικό όραμα».
Βασίλης Ραφαηλίδης Έθνος, 12 Ιανουαρίου 1992. (Από το βιβλίο Ελληνικός κινηματογράφος. Κριτική 1965-1995. Εκδόσεις Αιγόκερος, Αθήνα 1995)
Η Περιπέτεια των γυρισμάτων
Η περιπέτεια των γυρισμάτων της ταινίας είναι γνωστή. Μια περιπέτεια που άρχισε όταν ένα αντίγραφο του σεναρίου της ταινίας έφτασε (κανείς δεν ξέρει πως) στα χέρια του τότε μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνου Καντιώτη. Αυτός λοιπόν αφού«διάβασε» και «στοχάστικε» και το «μελέτησε» το θέμα, αποφάνθει ότι το σενάριο είναι «αντεθνικό» ο δε σκηνοθέτης «προδότης του έθνους» και άρχισε να οργανώνει στο «κράτος» του την αντίδρασή του. Η πολιτεία -αδιάφορη μέχρι και αρνητική στο θέμα της ταινίας- σιγοντάριζε με τον τρόπο της τον μητροπολίτη. Ξέσπασαν ταραχές απειλήθηκε η σωματική ακεραιότητα ανθρώπων, παντού ήταν αναρτημένα πανό ώστε να παραποιούν το σκηνικό των γυρισμάτων, φανατικοί του Καντιώτη ούρλιαζαν από τα μεγάφωνα, τρομοκρατήθηκαν και απειλήθηκαν οι ντόπιοι ώστε να μην συμμετέχουν ως κομπάρσοι, και όλα αυτά τα «ωραία» όχι μόνο υπό την ανοχή, αλλά και με το συγοντάρισμα της πολιτείας και των τοπικών αρχών όπως είπαμε. Τέλος μην έχοντας τι άλλο να κάνει ο «άγιος» αυτός άνθρωπος εξαπέλυσε από του άμβωνως τον αφορισμό του δημιουργού και των συνεργατών του. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα -για την οποία εκτεθήκαμε άλλη μια φορά διεθνώς, τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης έκαναν εκτεταμένα ρεπορτάζ για το θέμα- πολλοί πίστευαν ότι η ταινία δεν θα γίνει. «Ακόμη και μέλη του συνεργείου – αυτά που ήταν καινούργια και δε με ξέρανε. Ακόμη και ο Γάλλος παραγωγός, όταν ανέβηκε στη Φλώρινα και είδε την κατάσταση μου είπε να σταματήσουμε» λέει ο Αγγελόπουλος. Η ταινία όμως ολοκληρώθηκε παρά τα προβλήματα, άλλα με απώλειες, όπως αυτή του Μικέ Καραπιπέρη που όπως λέει ο Αγγελόπουλος «υπέστη περισσότερο απ’ όλους όλη εκείνη την τρομακτική πίεση του φόβου να του γκρεμίζουν τη νύχτα αυτά που έστηνε τη μέρα». Ο μεγάλος σκηνογράφος μας πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας.
Ο Αγγελόπουλος σε συνέντευξή του είχε πει:«Αυτή τη στιγμή βγαίνω από μια περιπέτεια σκληρής δοκιμασίας – σωματικής και ψυχολογικής. Διότι αυτή η ταινία κόστισε πολλαπλά σε μένα. Και σωματικά και ψυχολογικά και ηθικά. Έγινε κάτω από μια τρομακτική πίεση – όλη αυτή η ιστορία με τον Καντιώτη έμοιαζε να είναι καρνάβαλος αλλά δεν ήταν καθόλου. Ήτανε σκληρή ιστορία. Διότι πως είναι δυνατόν να δουλεύεις όταν το πρόγραμμά σου το καθορίζει η αστυνομία; Έχεις ένα πρόγραμμα γυρίσματος και η αστυνομία σου λέει: «Αντί να γυρίσετε εκεί, δεν γυρίζεται στο άλλο μέρος για να ξεγελάσουμε τον παπά;» Από αυτή την άποψη είναι για το βιβλίο Γκίνες. Μια πάρα πολύ ζόρικη ιστορία. Στην οποία ζορίστηκαν και πολλοί άλλοι άνθρωποι. Ο καημένος ο Μικές έφαγε το μεγάλο λούκι, γιατί αυτός ήταν πάνω φτιάχνοντας το ντεκόρ όλο εκείνο το διάστημα. Και ξέρεις, ακόμη κι αν δε σου κάνουν τίποτα, η διαρκείς απειλή «θα σου κάψουμε τα σκηνικά, θα σου καταστρέψουμε… », σου γεννάει φόβο σε τρομοκρατεί ψυχικά. Έπειτα η ανατροπή του προγράμματος καθυστέρησε σημαντικά τα γυρίσματα. Και τα ρακόρ της ταινίας -οι συνδέσεις- έπρεπε να κατασκευαστούν. Επίσης το γεγονός ότι έπρεπε να κουβαλήσουμε από την Αθήνα τους πρόσφυγες της ταινίας. Αλλά εφόσον καθόριζε η αστυνομία το γύρισμα, σκέψου τι σήμαινε να κάθονται 200 κομπάρσοι μια μέρα. Τεράστια ζημιά, τεράστια καθυστέρηση».
Δικαιωματικά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος επέλεξε να κάνει την πρώτη προβολή της ταινίας στην Ελλάδα, στη Φλώρινα – πόλη, που τα σκουριασμένα μυαλά κάποιων κατοίκων της, πολέμησαν τόσο λυσσαλέα τη δημιουργία της.
Τα κείμενα του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι από συνέντευξή του στον Κ. Α. Θέμελη, Play Boy, Οκτώβριος 1991.
πηγή: koinotopia.gr