Το σχετικά μακρινό 1958 – μιλάμε για πάνω από μισό αιώνα πριν την χειραφετημένη (;) σημερινή εποχή μας – μια νέα γυναίκα, 32 τότε ετών, σύζυγος γιατρού, μητέρα 3 μικρών παιδιών, αποφάσισε να αξιοποιήσει την περιουσία της οικογένειας του άντρα της στο νησί με καινοτόμο, προοδευτικό τρόπο, παρότι η μόνιμη κατοικία της ήταν στην Αθήνα, και μάλιστα λόγω ευμάρειας στο Κολωνάκι. Δεν είχε προφανώς κανέναν βιοποριστικό λόγο να μπλέξει ή να τρέχει, αλλά ήθελε να βάλει το χεράκι της σ’ αυτό που λένε προκοπή, ανάπτυξη, μέλλον.
Και τα κατάφερε να σφραγίσει με τις πρωτοβουλίες της το πρόσωπο της σύγχρονης Αίγινας.
Η γυναίκα αυτή ήταν η κ. Ντόλυ Κουκούλη, και δημιούργημά της το ονομαστό “Αιάκειον”, το πρώτο καφεζαχαροπλαστείο της παραλίας, μια επιχείριση πρότυπο από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του μέχρι και σήμερα, που γενιές και γενιές επισκεπτών αλλά και μόνιμων κατοίκων έχουν κάνει μέσα σε όλ’ αυτά τα χρόνια αγαπημένο στέκι τους.
“Προάγγελος του «Αιάκειον» ήταν το «Τουριστικόν». Το δημιούργησα στη μία γωνία του ακινήτου, κληρονομιά του άνδρα μου, το οποίο είχαμε φτιάξει το1953 δίνοντας 650 χρυσές λίρες και στη συνέχεια το νοικιάσαμε προς 1.500 δραχμές το μήνα (ποσό τεράστιο για την εποχή), στον Κώστα Χατζόπουλο να το κάνει μπακάλικο. Ξεκίνησα με προϊόντα του φούρνου του πεθερού μου, του επονομαζόμενου Φαμπρικιέρη -γιατί δεν είχε μόνο φούρνο, αλλά και ελαιοτριβείο και πατητήρι και καφεκοπτείο- ο οποίος, μαζί με τον κουνιάδο μου τον Γιαννάκη, αν και έδωσαν πολλά χρήματα για να κάνουν τον φούρνο τους “γερμανικό”, σύγχρονο για τα δεδομένα της εποχής, προσλαμβάνοντας κι ειδικό τεχνίτη, δεν είχαν τόση δουλειά. Σκεφθήκαμε να κατεβάσουν τα εξαιρετικά προϊόντα τους στην παραλία, αλλά δεν υπήρχε ακίνητο που να προσφέρεται. Δεν είχε πολλή κίνηση η Αίγινα τότε. Πόσοι θα περνούσαν από την Φάμπρικα; Οπότε ζητήσαμε από τον Χατζόπουλο τη μια πόρτα του κτιρίου, την επί της παραλίας, και δύο από το στενάκι, όπου ευρίσκετο και η ουρά των επιβατών των λεωφορείων, διότι είχαν το τέρμα τους τότε ακριβώς εμπρός από το μαγαζί, το ”Τουριστικόν”, και σημερινό Αιάκειον, μειώνοντας αντίστοιχα το ενοίκιο.
Ξεκίνησα λοιπόν με τα προϊόντα του φούρνου, όπως σας προείπα και με καραμέλες στριφτές, πολύχρωμες και με διαφορετικές γεύσεις, που είχαμε μέσα σε γυάλες, με ποτά και λικέρ χύμα επίσης σε γυάλες, με γλυκά του κουταλιού, σοκολάτες και καφέδες. Είχαμε δουλειά αρκετή, χρειαζόμουν μία υπάλληλο. Η οικογένειά μου ήταν στην Αθήνα. Έτσι σκέφθηκα μιά παιδική μου φίλη, την Ρίτα, η οποία είχε εργασθεί στου Φλόκα και θα ήταν ότι έπρεπε.
Ζητήσαμε τότε από τον Κώστα τον Χατζόπουλο να πάρουμε και το υπόλοιπο μαγαζί ώστε να επεκταθούμε. Έτσι μεγάλωσε, με τις τρεις πόρτες επί της παραλιακής οδού.”
Την ακούς κι είναι μια μικρή Οδύσσεια αυτό που περιγράφει. Πώς πήγε σε εργαστήρι ζαχαροπλαστικής, φίλου πάλι, και ζήτησε να της μάθουν να τυλίγει καραμέλες, για να πουλάει και στο Αιάκειο, πώς έψαχνε κι έβρισκε έμπειρο προσωπικό από τα καλύτερα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας, τον Παπασπύρου, τον Ζαγορίτη, τον Τσίτα, τη Μασκοτίτσα.
Πριν ανοίξει το Αιάκειο: πρώτο δεξιά το μπακάλικο του Μούρτζινου, προς τα αριστερά το μανάβικο Χατζίνα, μετά ποδηλατάδικο Λεούση, ταβέρνα Παναγάκη, κλειστό Αιάκειο. Στο σημερινής ιδιοκτησίας Τόνιας Θανοπούλου, το πρατήριο βενζίνης του Στέλιου Τζίτζη και Ρ. Μπακομήτρου.
Πρόσθετη πινελιά, μιλάμε για μια εποχή που οι γυναίκες δεν κατέβαιναν ασυνόδευτες στην παραλία, κι έλεγε ο Μενέλαος ο Πατιχάκης, “Άνοιξε τα μάτια στις Αιγινήτισσες η γυναίκα του γιατρού – κατάλαβαν ότι μπορούν να δουλέψουν κι αυτές.” Όσο για τον πεθερό της, την παραδεχόταν: “Κάνε ό,τι νομίζεις, σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη”. Κι η επιχείρηση όλο άνθιζε, όλο παραπάνω χώρο και φροντίδα απαιτούσε. Κάποια στιγμή οι τρεις πόρτες έγιναν έξι και το εργαστήριο μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ .
Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς της – ευημερία και προκοπή που έχει φτάσει στην μεθεπόμενη γενιά, μιας και σήμερα έχουν αναλάβει οι δυο εγγονοί της το ξακουστό Αιάκειο, ο Αλέξανδρος Κουκούλης κι ο Μιχάλης Γαλάνης, αφού απασχόλησε ενδιάμεσα, πέρα από την ίδια, τον γιο της Τάκη Κουκούλη και τον γαμπρό της και πρόεδρο του Συλλόγου Φίλων του Λαογραφικού Μουσείου Κώστα Γαλάνη.
Και παραμένει το ίδιο πολιτισμένο, φιλόξενο, με άφταστης ποιότητας πάντα γλυκά, όπως ήταν όταν φιλοξενούσε την δεκαετία του 60 και του 70 καλλιτέχνες, διανοούμενους, τουρίστες, όταν ο Μόραλης το είχε δεύτερο σπίτι του, αλλά και τα δεκάδες πιτσιρίκια που τα εμπιστεύονταν εκεί με τις ώρες στον καλοκαιρινό παραθερισμό οι γονείς τους “σα να ήμασταν παιδοκομείο“.
Ένα τελευταίο, πολύ σημαντικό που έχει να μας πει η κυρία Ντόλυ: “Σε όλ’ αυτά βοηθούσε πολύ ότι εκείνη την εποχή οι γείτονες, τα μαγαζιά, οι επιχειρηματίες, αλληλοϋποστηρίζονταν. Τα διπλανά μαγαζιά, ο Παναγάκης, ο Λεούσης με τα ποδήλατα, μόλις έκλειναν μας έλεγαν – ελάτε, απλώστε τραπεζάκια κι εδώ να κάνετε τη δουλειά σας. Και την κάναμε, από τις 6.30 το πρωί, μέχρι τις 6.30 το άλλο πρωί. Όλος ο κόσμος ξεκινούσε και τέλειωνε την μέρα του στο Αιάκειο“.
Τι να πει κανείς; Καμιά φορά απλά υποκλίνεσαι. Ευχαριστούμε για όλα, Κυρία Ντόλυ.
Τις παλιές φωτογραφίες με τις πληροφορίες τους, τις οφείλουμε στην κ. Αννίτα Λεούση.
Βικτώρια Τράπαλη
[…] Συνέντευξη στην Βικτώρια Τράπαλη το 2015: […]